Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Σχόλια στο "Ψαράκι της γυάλας" του Μ. Χάκκα

«Το ψαράκι της γυάλας» Μ. Χάκκας

Ι. O τίτλος του διηγήματος
«Το ψαράκι της γυάλας» είναι ένα άλλοθι, ένα πρόσχημα, ένα σύμβολο του ευδαιμονισμού και του ενδοτισμού. Ο τίτλος δηλώνει σαρκαστικά τους ηθικούς συμβιβασμούς που αποδέχεται ασμένως μια αλλοτριωμένη συνείδηση, καθώς νιώθει χρέος για τη σωτηρία του ψαριού, όχι όμως για τη διάσωση της δημοκρατίας ή της αξιοπρέπειάς του. Από το κείμενο αναδύεται μια αίσθηση τραγικότητας, μια μομφή, μια διαμαρτυρία, όχι γι’ αυτούς που αλυσοδένουν τις συνειδήσεις και επιδιώκουν να βάλουν στο γύψο την ανθρώπινη σκέψη, αλλά γι’ αυτούς που κάποτε αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους και τώρα προδίδουν, αποκαθηλώνουν τα ινδάλματά τους.

ΙΙ. Υπόθεση του διηγήματος
Εκ των συμφραζομένων συνάγεται ότι το αφήγημα αναφέρεται στην ημέρα επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα, την 21η Απριλίου 1967. Ο ανώνυμος ήρωας, κάτοικος Καισαριανής, φεύγει από το σπίτι του άμα τη αναγγελία του πραξικοπήματος και γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας, επειδή φοβάται ότι θα συλληφθεί. Όλος ο κόσμος τρέχει στους φούρνους και τα καταστήματα τροφίμων –το σύνδρομο της Κατοχής εν δράσει-. Ο άνθρωπός μας αγοράζει κι αυτός μια φραντζόλα, όχι για τους ίδιους λόγους, αλλά σαν καμουφλάζ, όπως και στα Ιουλιανά13 κρατούσε καρπούζι, για να αποδείξει στο όργανο της τάξεως, εάν ερωτηθεί, ότι είναι ένας φιλήσυχος, ουδέτερος άνθρωπος, που πάει στο σπίτι του. Από το σημείο αυτό ο αφηγητής αρχίζει βαθμηδόν να αποκαλύπτει την ταυτότητα του ήρωα.. Μας παραθέτει στοιχεία από τη ζωή του. Είναι ένας βολεμένος μικροαστός που ζει με τις ανέσεις που του προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Η ζωή αυτή όμως δεν έχει καμιά σχέση με το ηρωικό παρελθόν της νιότης του, όταν για τις ιδέες και την πολιτική του δράση φυλακίστηκε, εξορίστηκε και υπέστη φοβερές δοκιμασίες. Γι’ αυτό το παρελθόν διατηρεί νοσταλγικές αναμνήσεις. Έτσι ο άνθρωπός μας έχει αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση, εντρυφώντας στις απολαύσεις της δικής του Εδέμ. Αναστατωμένος από τα γεγονότα της ημέρας, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της Αθήνας, ενώ στη σκέψη του αναδύονται διλήμματα και εναγώνια ερωτηματικά: πώς η δικτατορία θα πέσει; Αλλά η άτεγκτη φωνή της συνείδησης του απαντά: πώς θα πέσουν, εάν δεν θελήσουν ν’ αγωνιστούν οι Έλληνες; Πρέπει να πάει στο κέντρο της πόλης, όπου θα διαδραματιστούν γεγονότα, αλλ’ αυτός αισθάνεται ανήμπορος, ας πάνε οι νέοι, συνεχίζει μονολογώντας. Ακολούθως περνάει από το σπίτι μιας εξαδέλφης του, για να πιει ένα καφέ, όπου ο άνδρας της νοιάζεται μόνο για ποδόσφαιρο. Φεύγοντας ακούει το στρατιωτικό εμβατήριο προς το οποίο συναρμόζει το βήμα του, όπως και κάποιος άλλος μπροστά του. Και τότε αναρωτιέται γιατί θα πρέπει αυτός να αντιτίθεται, να περπατάει παράταιρα προς την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη. Θυμάται το ψαράκι της γυάλας, «το πρόσχημα του βίου του», και επιστρέφει σπίτι του στην Καισαριανή..

ΙΙΙ. Η ανθρωπογεωγραφία του αφηγήματος
Τα πρόσωπα που διακινούνται στην εξέλιξη του μύθου, εμπρόθετα ο συγγραφέας τα θέλει ανώνυμα, διότι εκπροσωπούν τάσεις και χαρακτηριστικά των ανθρώπων της συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας.
1. Ο κεντρικός ήρωας
Στο αφήγημα ηθογραφείται λεπτομερώς ο ήρωας-αντιήρωας, ο οποίος δηλώνεται ανωνύμως, εν πρώτοις με το «ο άνθρωπος με τη φραντζόλα υπό μάλης», εν συνεχεία με την επαναληπτική αντωνυμία «αυτός», ίσως γιατί ο συγγραφέας προτίθεται να επιτύχει μιαν άμεση επαφή αφηγητή και ήρωα, χωρίς την απόσταση που συνεπάγεται η επώνυμη αναφορά. Τέλος, γίνεται «ο δικός μας», «ο άνθρωπός μας», που υποβάλλουν μιαν επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον αφηγητή, τον ήρωα και τον αναγνώστη.
Διαγράφεται ο βίος και η πολιτεία του, η πολιτική του ταυτότητα, το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, το παρόν του. Ο αφηγητής επιμένει στον τρόπο ζωής του με σαφείς υπαινιγμούς για τη νεότητά του και εκτενή περιγραφή του σπιτιού του, τις ανέσεις, τα κομφόρ, για να καταδείξει την καταλυτική επίδραση στις αντιλήψεις και στην όλη βιοθεωρία του. Όμως δεν αρκείται σε εξωτερική περιγραφή, προβαίνει και στην αποκάλυψη των διαλογισμών, των διλημμάτων, των ψυχικών διακυμάνσεων, ψυχογραφεί με ενάργεια όλη τη διαδικασία μέχρι τον τελικό συμβιβασμό, την πλήρη άλωση της υποστάσεώς του. Ο ήρωας σαφώς ακολουθεί κατιούσα πορεία, αποξενώνεται από την ουσία της ύπαρξής του, καίει τα καράβια του και τινάζει τις γέφυρες με το παρελθόν, απεμπολεί τα πολύχρωμα οράματα της νιότης του. «Τότε που η γη είχε κρικέλια και θα τη σήκωνα πάνω», όπως λέει ένας άλλος ήρωας.
Το κείμενο χαρτογραφεί εναργώς την καθοδική αυτή πορεία, τη βαθμιαία κατολίσθηση του ανθρώπου από τη θέση του ενεργού και στρατευμένου πολίτη στη θέση του ουδέτερου, φιλήσυχου, απολιτικού ατόμου.
Το παρελθόν (απώτερο)
- Στα νιάτα του «ο δικός μας» ήταν αριστερός ιδεολόγος και επαναστάτης. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο: «Οι ηρωικοί αλλά τόσο σκληροί χρόνοι της νιότης του», «Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία»
- Για την πολιτική του δράση και ιδεολογία, μετά το τέλος του Εμφυλίου φυλακίστηκε και εξορίστηκε: «Έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και τσαντίρια εξορίας»
- Όταν αποφυλακίστηκε αναμείχθηκε σε οικονομικές δραστηριότητες, που δεν διευκρινίζεται αν ήταν νόμιμες, και κατάφερε να αγοράσει σπίτι: «μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε το σπίτι, όπου ζούσε μονάχος»
Το παρελθόν (πρόσφατο)
- Εν συνεχεία άρχισε να αποστασιοποιείται από το κόμμα, διατηρώντας τυπικές σχέσεις: «πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του»
- Ωραιοποιεί το παρελθόν του, ακούοντας αγωνιστικά τραγούδια στο πικάπ: «βολεμένος στα πιθάρια των αναμνήσεων», «ήταν καλά μέσα στο σπίτι με τις αναμνήσεις και το πικάπ»
- Το 1965 πήγαινε στις διαδηλώσεις, «πάντα στα άκρα κρατούσε ένα καρπούζι»
Το παρόν
- Την ημέρα επιβολής της δικτατορίας (21 Απριλίου 1967) νιώθει παγιδευμένος στα αγαθά του. Φεύγει από το σπίτι του φοβούμενος μήπως συλληφθεί. Σκέπτεται προς στιγμή να πάει στο κέντρο όπου διαδραματίζονται γεγονότα, αλλά δεν έχει το κουράγιο. «Δεν μπορώ, σκέπτεται (…) ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι»
- Συντονίζει το βήμα του με το στρατιωτικό εμβατήριο. Η δικτατορία περνά μέσα του, ευνουχίζει τον προσωπικό στοχασμό και αποχρωματίζει την ιδεολογική του ταυτότητα. «Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο (…) το σιγομουρμούριζε κιόλας»
- Τέλος εφευρίσκει το άλλοθί του, το ψαράκι της γυάλας, ευτελές σύμβολο του ευδαιμονισμού και πηγαίνει να κλειστεί στο σπίτι του, στη δική του γυάλα, στα δικά του τείχη: «Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή (…). Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη».
Επιστρέφει στην Καισαριανή, συνώνυμη συνοικία της Αντίστασης, του μαρτυρικού θανάτου των αγωνιστών στην Κατοχή και εθνικό θυσιαστήριο της νεότερης Ελλάδας.
2. Παράγοντες-συντελεστές της αλλοτρίωσης του ήρωα.
Πολλές ενδοκειμενικές επισημάνσεις ερμηνεύουν την αλλαγή του ήρωα. Οικονομική αποκατάσταση, η θεοποίηση του βολεμένου, η γενική τάση αποδοχής της δικτατορίας, η απάθεια και η ουδετερότητα όλων, συντείνουν στην τελική του επιλογή. Είναι επίσης οι καταπιεστικές δομές και οι απάνθρωπες μέθοδοι της δικτατορίας.
Όμως η φθορά και ο ενδοτισμός που τον χαρακτηρίζουν είναι πιο πολύ υπόθεση πνευματική, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο που έχει αφανιστεί. Είναι η απογοήτευση από έναν αγώνα, ένα όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε «για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια που δεν κατέληξε πουθενά» ή, όπως λέει αλλού ο συγγραφέας, «χαντακώθηκε αυτή η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα, και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα».14
Είναι η κόπωση και η ηλικία που δεν αίρεται πια από την ορμή και τον ιδανισμό της νιότης, τότε που «τη φωτιά τη νεανική την πήγα κρεσέντο». Ίσως όμως ο συγγραφέας εμμένει στη μαρξιστική αντίληψη ότι οι συνθήκες, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κατεστημένες δομές διαμορφώνουν το ήθος και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στους όρους του καπιταλισμού και η συγκρότηση της κοινωνίας του ευδαιμονισμού ενέχονται για την αλλοτρίωση και την ηθική έκπτωση του ανθρώπου.
3. Άλλα πρόσωπα
Στην αρχή του διηγήματος αναφέρεται ο κόσμος που μέσα στο γενικό πανικό «πέσαν όλοι στα τρόφιμα», τρομοκρατημένοι και ανασφαλείς από τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος.
Μια άλλη παρουσία είναι ο άνδρας της εξαδέλφης του ήρωα, «γερό παλικάρι, γερό μεροκάματο», που η μόνη του έγνοια αυτή την κρίσιμη ώρα για το έθνος, είναι το ποδόσφαιρο. Τελείως ανυποψίαστος και αλλοτριωμένος, δεν έχει πολιτικές πεποιθήσεις ή ενδιαφέροντα. Είναι γνήσιος εκπρόσωπος της κοινωνίας που συγκροτείται τη δεκαετία του ’60 με την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα και απολαμβάνει τα προνόμιά της.
Ένα άλλο πρόσωπο στο διήγημα είναι ο ανώνυμος ανθρωπάκος, ένας μικροαστός, που φορτωμένος ψώνια για την οικογένειά του, αυτή τη σημαδιακή μέρα, πορεύεται μπροστά από τον ήρωά μας και συντονίζει το βήμα του με το πατριωτικό εμβατήριο. Οι δικτατορίες, ως γνωστόν, χρησιμοποιούν την πατρίδα και το στρατό ως μπροσούρα του ιδεολογικού τους μανιφέστου, για να αποπροσανατολίζουν και να αποκοιμίζουν τις λαϊκές μάζες. Ούτε αυτός φαίνεται να προβληματίζεται για την πολιτική κατάσταση, το μόνο που τον νοιάζει είναι η ζωούλα του, η επιβίωση της οικογένειάς του. Οι κοινωνικές αξίες δεν τον ενδιαφέρουν, έχει εγκλωβιστεί στις μέριμνες του καθ’ ημέραν βίου.
Τέλος μνεία γίνεται για άλλους ομοϊδεάτες και φίλους του ήρωα, που λόγω των αριστερών φρονημάτων τους και της πολιτικής τους δράσης, έχουν συλληφθεί ήδη, ή φοβούνται ότι θα συλληφθούν και ίσως έφυγαν από το σπίτι τους και τριγυρίζουν στους δρόμους της Αθήνας, όπως ο άνθρωπός μας.

ΙV. Τεχνική

1. Αφηγητής-αφήγηση
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από έναν αφηγητή που παρακολουθεί από κοντά τον ήρωά του, είναι αυτόπτης και αυτήκοος, χρησιμοποιεί την εσωτερική εστίαση στις σκέψεις και στα συναισθήματά του, αλλά ταυτόχρονα αξιοποιεί την τεχνική της ειρωνικής αποστασιοποίησης. Σχολιάζει τη δράση και τους διαστοχασμούς του με ειρωνεία αλλά και συγκατάβαση. Το δεύτερο πρόσωπο στους εσωτερικούς μονολόγους επιτείνει τη συμπάθεια του αφηγητή προς τον ήρωά του.
2 . Η λειτουργία του χρόνου
α) Ο χρόνος συγγραφής
Το διήγημα γράφτηκε μετά την 21η Απριλίου 1967, εφόσον σ’ αυτή τη μέρα αναφέρεται η ιστορία.
β) Ο χρόνος της ιστορίας
Ο χρόνος της ιστορίας, του μύθου, διαρκεί κάπου μια μέρα, οκτώ έως δέκα ώρες. Αρχίζει από το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όταν ο δικός μας εμφανίζεται, φεύγει από το σπίτι του, αγοράζει τη φραντζόλα από το φούρνο, περνάει από το Βύρωνα, Δάφνη, Καλλιθέα, σταματάει για καφέ στο σπίτι της εξαδέλφης του και γυρίζει το σούρουπο στην Καισαριανή. Αυτή η ιστορία δεν έχει δράση, απλώς ένας άνθρωπος πορεύεται στους δρόμους της Αθήνας με μια φραντζόλα υπό μάλης. Καθώς ο ήρωάς μας περιπλανάται, σκέπτεται, θυμάται, διαλογίζεται. Ο αφηγητής καταγράφει αυτές τις σκέψεις, τις εικόνες, τις αναμνήσεις, τα διλήμματα, συνθέτει ένα μοντάζ, μια τομογραφία του ψυχισμού του ήρωα.
γ) Ο χρόνος της αφήγησης
Το διήγημα αρχίζει in medias res, επομένως ο χρόνος της αφήγησης χαρακτηρίζεται από αναδρομικές διηγήσεις που αφορούν τη στάση του ήρωα στο παρελθόν π. χ. στα Ιουλιανά ή στα αγωνιστικά χρόνια της νιότης του. Αυτές οι εκ των υστέρων αναφορές γεγονότων λέγονται αναλήψεις. Με τις αναλήψεις ο χρόνος της ιστορίας εκτείνεται και καλύπτει γεγονότα της περιόδου 1940-1967. Ίσως θα πρέπει να αποδώσουμε αυτή την τεχνική στην επίδραση του κινηματογράφου. Τα αλλεπάλληλα flash back, χωρίς χρονική ακολουθία, είναι κινηματογραφικό στοιχείο.

V. Τελικός σχολιασμός

Ο Μάριος Χάκκας, πεζογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στη σύντομη λογοτεχνική του διαδρομή, μας κληροδότησε ένα έργο στο οποίο ανιχνεύουμε ουσιώδη στοιχεία της γενιάς αυτής: Έντονη πολιτικοποίηση, παρουσία ιδεολογικών πεποιθήσεων, απομυθοποίηση προσώπων και καταστάσεων, βιωματική αφετηρία, μαύρο χιούμορ, αγωνία για τη διάσωση του ανθρώπινου προσώπου, καταδίκη της κοινωνίας του ευδαιμονισμού, διάσπαση του εσωτερικού κόσμου.
Ο Χάκκας συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου γραφής, ανατρεπτικού για την εποχή του, που τον διακρίνει σαφέστατα για την ετερότητα της θεματογραφίας του, της ιδεολογίας του και του λόγου.
Δείγμα γραφής της ώριμης περιόδου της πεζογραφίας του Μ. Χάκκα αποτελεί Το ψαράκι της γυάλας. Εδώ αναδεικνύει και αναπαριστά μέσα από το μικρόκοσμο του ήρωα την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ιδιαίτερα διαγράφει το οικονομικό και το κοινωνικό πλαίσιο, το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του ’60. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα αποδίδονται με ρεαλισμό, με οξύτατη ειρωνική διάθεση, με λόγο ευθύβολο, ακαριαίο, πυκνό και άμεσο που ζωγραφίζει τη γυμνή αλήθεια της ζωής. Σαφώς το διήγημα ενέχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Ο ήρωας συνιστά έναν τυπικό εκπρόσωπο αυτών που αγωνίστηκαν στο αριστερό στρατόπεδο, αλλά εν συνεχεία αλλοτριώθηκαν, συμβιβάστηκαν με τα πρότυπα της αστικής κοινωνίας και ενεπλάκησαν στις αδιέξοδες αντιφάσεις της. Η τελική επιλογή του ήρωα είναι μια στάση ζωής, μια κοσμοαντίληψη που δηλώνεται ως κομφορμισμός και αφομοίωση μικροαστικών προτύπων, που νοθεύουν το ανθρώπινο τοπίο. Και πολλοί ομοϊδεάτες του, εξουθενωμένοι από τις τραυματικές εμπειρίες της φυλακής, της εξορίας και των βασανιστηρίων, υπέκυψαν στους πειρασμούς της καταναλωτικής Κίρκης, εγκλωβίστηκαν στο νεοπλουτισμό και την ιδιοτελή λογική της ατομικής ευτυχίας.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"

Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» (1921)
Η μπαλάντα αυτή ανήκει στην ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη Νηπενθή (1921). Ο τίτλος συνοψίζει το κύριο θέμα του ποιήματος. Τα σταθερά θεματικά σημεία αναφοράς του είναι η αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και αδιέξοδη σχέση της με την πραγματικότητα, η ειρωνική και σαρκαστική προβολή της συμβατικότητάς της, η υπαρξιακή αγωνία και ματαίωση του κοινωνικά περιθωριοποιημένου ποιητή.
Εντοπίζουμε στο ποίημα αντιθέσεις οι οποίες στηρίζουν τη θεματική του και ταυτόχρονα αισθητοποιούν την καρυωτακική ειρωνεία. Η βασική αντίθεση αφορά στην αντιπαράθεση των δυο ποιητικών κόσμων του συνθέματος: ένδοξοι - άδοξοι ποιητές. Οι καταξιωμένοι στην ποιητική τέχνη ποιητές Verlaine, Hugo, Poe και Baudelaire αντιπαραβάλλονται με τους ανώνυμους, δηλαδή μη αναγνωρισμένους ποιητές. Με την επιλογή αυτή του Καρυωτάκη γίνεται σαφής αναφορά στη συνάρτηση Ζωή & Τέχνη.
Ο Καρυωτάκης υπό την επήρεια του γαλλικού συμβολισμού επιλέγει τον τύπο του καταραμένου ποιητή, ο οποίος είναι σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα
πραγματικότητα, κυριαρχείται από ολέθρια πάθη και συνθέτει το έργο του αναλώνοντας τον εαυτό του. Είναι ποιητές οι οποίοι αρνήθηκαν να ενταχθούν στις κοινωνικές συμβάσεις «εξέπεσαν» (στ. 2) και «έζησαν […] δυστυχισμένοι» (στ. 9), «εζήσανε νεκροί» (στ. 10), σε καλλιτεχνικό όμως επίπεδο τους έχει χαριστεί η «η Αθανασία» (στ. 11), είτε για την πλούσια «ρίμα» τους (στ. 4) είτε γιατί το έργο τους τελικά επιβιώνει και αναγνωρίζεται καλλιτεχνικά.
Άλλη ισχυρή αντίθεση την οποία εντοπίζουμε είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στον «κόσμο» (κοινωνία) και στους άδοξους ποιητές. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης: «η καταφρόνια τους βαραίνει» (στ 17) κι υπονοεί πως η περιφρόνηση του κόσμου έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική τους κατάσταση και παρακάτω (στ. 22) η επίγνωση πως όλοι τους ξεχνούνε.
Οι ποιητές αυτοί έχουν την «τραγικήν απάτη» (στ. 19) ότι η αναγνώριση («Δόξα», στ. 20), θα έλθει κάποτε. Την ιδιότυπη καρυωτακική ειρωνεία ενισχύει η διαφοροποίηση ανάμεσα στην κατάσταση του τώρα, όπου οι ποιητές περνούν «αλύγιστοι και ωχροί» (στ. 18) και του μετά όπου «[…] η Δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστη ιλαρή» (στ. 20-21).
Στον τελευταίο στίχο κάθε στροφής δραματοποιείται η συναισθηματική ένταση του ποιητή. Ενώ αρχικά θεωρούμε πως ο Καρυωτάκης διαφοροποιείται σε σχέση με τους άδοξους ποιητές, κατονομάζοντάς τους «στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε» (στ. 14) κι αλλού ειρωνεύεται τις απατηλές προσδοκίες τους (περί Δόξας), επιλέγει να αφιερώσει σε αυτούς κι όχι στους ένδοξους ποιητές τη μπαλάντα του. Η φωνή του τότε μοιάζει σαν φωνή διαμαρτυρίας που φτάνει στον αυτοσαρκασμό συμπάσχει και η μπαλάντα του γίνεται «λυπητερή» (στ. 7) και «θλιβερή» (στ. 23).
Στο χαμηλόφωνο εξομολογητικό του τόνο, στο τέλος του ποιήματος, διακρίνουμε την επιθυμία του να διασωθεί και να μνημονευτεί κάποτε το έργο του (στ. 25-26). Στην αυτοσαρκαστική του διάθεση, η οποία εκφράζεται με τον χαρακτηρισμό της μπαλάντας «πενιχρή» (στ. 27), διακρίνουμε την απαισιόδοξη και αρνητική του διάθεση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα και το έργο του, η οποία υποβάλλεται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου.
Ο χαμηλόφωνος λυρισμός του ποιήματος, η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου, η αίσθηση πίκρας και απογοήτευσης του ποιητή, παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «γενιάς του 1920» στην οποία ο Καρυωτάκης εντάσσεται γραμματολογικά.24
Στο ποίημα διακρίνουμε πλούτο εκφραστικών μέσων: παρομοιώσεις λ.χ. «σαν άρχοντες που εξέπεσαν», μεταφορές λ.χ. «μαραίνονταν οι Βερλαίν», «πλούτος η ρίμα»,
οξύμωρο λ.χ. «εζήσανε νεκροί», προσωποποιήσεις λ.χ. «η Δόξα […] παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή», συνεκδοχή: η «ρίμα» αντί η «ποίηση» και επαναλήψεις.
Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με ανάμειξη τύπων της καθαρεύουσας λ.χ. εξέπεσαν, ανιστορεί, έρεβος, ιλαρή, πενιχρή κλπ. Η μουσικότητα του ποιήματος δημιουργείται με το σταθερό ιαμβικό του ρυθμό (στίχοι ιαμβικοί εντεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι), με τα στροφικά του συστήματα, με την πλούσιά του ομοιοκαταληξία.
Ο Καρυωτάκης δεν πραγματεύεται μεγάλα ιδανικά, ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο. Στο ποιητικό του σύμπαν δεν υπάρχουν εκλεκτοί και εμπνευσμένοι δημιουργοί. Η φωνή του είναι φωνή διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστική. Το ύφος του είναι χαμηλότονο, ο μελαγχολικός λυρισμός (απήχηση της ποίησης των «καταραμένων ποιητών») συνυπάρχει με τον σαρκασμό. Οι ποιητικοί του χαρακτήρες είναι σε δυσαρμονία με το κοινωνικό περιβάλλον.

Η βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη

Ο Άγρας αναζητεί τη βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη. Και κάνει τις εξής διαπιστώσεις: «Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει• η απουσία των ωραίων πραγµάτων, η απουσία των σπάνιων πραγµάτων, η απουσία των µεγάλων πραγµάτων, η απουσία -έστω- των τραγικών. Η µονοτονία και η πεζότης της ζωής. Μ’ άλλους λόγους, είναι ροµαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την οµορφιά, την καθαυτό πραγµατικότητα -έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρηµένην». Με βάση αυτή τη ροµαντική καταβολή ο Άγρας εξηγεί (κάπως, θα έλεγα, ροµαντικά) την πορεία και την εξέλιξη του Καρυωτάκη προς τη σάτιρα. Μπορούσε, λέει, να πλάσει, απογοητευµένος από τα πραγµατικά, την ψευδαίσθησή του: µιαν Εδέµ, ένα Ελντοράντο, µιαν Ουτοπία, τον ελεφάντινο πύργο του• αντ’ αυτού, έγινε ρεαλιστής. Μπορούσε να γίνει, όπως άλλοι ροµαντικοί, µελαγχολικός• αυτός έγινε τραγικός. Μπορούσε να φιλοσοφήσει, να γίνει φιλόσοφος• έγινε σατιρικός• έτσι, αντί να εξιδανικεύσει λ.χ. τη γυναίκα, ο Καρυωτάκης τη σαρκάζει. Ο Άγρας ρωτάει καταλήγοντας και απαντάει: «Ποιο συναίσθηµα περιµένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». (Η σάτιρα αυτή, κατά τον Άγρα, ασκείται εκείνα τα χρόνια από το νέο τόπο του λογοτέχνη, που είναι υπάλληλος.)