Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Γιώργος Σεφέρης " Επί ασπαλάθων..."




􀂾 Η εσωτερική δομή του ποιήματος - τα τρία ποιητικά επίπεδα (η αφηγηματική μνήμη – ιστορική και αρχαία, η μετάπλαση του ποιητικού μύθου σε ποιητική αλληγορία και το παραβολικό σχήμα με το οποίο ολοκληρώνεται το τρίπτυχο ύβρις – άτη – τίσις).
􀂾 Η συνειρμική ακολουθία, τα σύμβολα και ο προφητικός χαρακτήρας του ποιήματος.
􀂾 Ο τόνος και τα κυρίαρχα συναισθήματα σε κάθε ποιητικό επίπεδο.
􀂾 Γνωρίσματα της ποίησης του Σεφέρη (σκηνοθεσία, χρήση αρχαιοελληνικού μύθου, ελληνικότητα, δραματικότητα – τραγικότητα).

Σχολιασμός και ερμηνευτική προσέγγιση ποιήματος:
Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του ποιητή, το οποίο πέρασε μια εκδοτική περιπέτεια, στοιχείο που δηλώνει ότι η ποίηση είναι μια δημόσια πράξη.
Τίτλος πρωτότυπου χειρογράφου: Παμφύλιος, γραμμένο στις 31 του Μάρτη 1971.
Πρωτοδημοσιεύτηκε, σε γαλλική μετάφραση του ποιητή (με τον τίτλο Sur les aspalathes…), στις 27 Αυγούστου 1971 στην εφημερίδα Le Monde. Στα ελληνικά, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες το Βήμα και τα Νέα, στις 23 Σεπτεμβρίου1971, τρεις μέρες μετά το θάνατο του ποιητή. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα (τόμος Β΄, 1972) μαζί με τη γνωστή δήλωση του ποιητή (28 Μαρτίου 1969).

Τίτλος: νοηματικά άφωνος, ανενεργός, προβληματικός. Ένα αρχαιότροπο παράθεμα, που ηχεί ως αιώνιο ανάθεμα για τους τυράννους.

Δομή ποιήματος: το ποίημα διακρίνεται σε τρία άνισα στροφικά σχήματα που λειτουργούν ως τρία ποιητικά επίπεδα:
α) Πρώτη στροφή: μια λυρική τοπιογραφία, προβολή ενός κλασικού ελληνικού τοπίου. Τόνος λιτός, συγκρατημένος, απαλός.
β) Δεύτερη στροφή: η ανάμνηση της πλατωνικής περικοπής και η περικοπή. Τόνος οργίλος, συναισθηματική έξαρση (αντισεφερικό στοιχείο).
γ) Τρίτη στροφή: εξόδειοι στίχοι – παραβολικό σχήμα της ποιητικής αλληγορίας. Τόνος ήρεμος.

Αναλυτικότερα:
Στίχοι 1-7: στην πρώτη στροφή λειτουργεί η αφηγηματική μνήμη (η ιστορική και η αρχαία μνήμη). Σαφείς τοπικοί και χρονικοί δείκτες μας τοποθετούν στον ποιητικό χωροχρόνο (Σούνιο, μέρα του Ευαγγελισμού, πάλι με την άνοιξη). Ταυτόχρονα, λέξεις δίσημες και με νοηματικό βάρος μας υποβάλλουν μια ανάλογη ατμόσφαιρα (Ευαγγελισμός: Επανάσταση του ’21 και καλή αγγελία σε κατάσταση ανελευθερίας, Άνοιξη: ανάσταση της φύσης και του Έθνους). Λέξεις δηλωτικές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (Σούνιο, αρχαίες κολόνες - που αντηχούν ακόμη σαν χορδές μιας άρπας) αλλά και της ελληνικής φύσης (Λιγοστά πράσινα φύλλα, σκουριασμένες πέτρες, κόκκινο χώμα) συνθέτουν μια λυρική τοπιογραφία. Τη λυρική εικόνα αμαυρώνουν τα μεγάλα βελόνια των ασπάλαθων με τους κίτρινους ανθούς (με το χρώμα του μίσους). Η λέξη ασπάλαθοι, τοποθετημένη σε κεντρική θέση μας προετοιμάζει για την ποιητική αλληγορία που θα ακολουθήσει. Ολόκληρη, εξάλλου, η πρώτη στροφή λειτουργεί προετοιμαστικά, στοιχείο που συνιστά γνώρισμα της σεφερικής σκηνοθεσίας.

Στίχοι 8-18: η δεύτερη στροφή εισάγεται με τη λέξη Γαλήνη (μια κατ’ επίφαση γαλήνη) που λειτουργεί ως ποιητική παύση (πρβλ. μουσική παύση) για το πέρασμα σε ένα άλλο επίπεδο. Το ερώτημα που ακολουθεί επιτείνει τη δραματικότητα ενώ η απάντηση σ’ αυτό – σε μια συνειρμική ακολουθία - αιτιολογεί την ανάμνηση της πλατωνικής περικοπής (που έρχεται στη μνήμη του μέσα από μια περίτεχνη μεταφορά: στου μυαλού τ’ αυλάκια), καθώς διαπιστώνεται πως δεν άλλαξε από τα αρχαία χρόνια το όνομα του θάμνου. Ο ποιητικός μύθος μεταπλάθεται σε ποιητική αλληγορία και παραπέμπει στο τώρα. Η περικοπή λειτουργεί καταιγιστικά και κλιμακώνεται ανατριχιαστικά, με τα ρήματα σε χρόνο αόριστο να δηλώνουν το τετελεσμένο, τοποθετημένα ασύνδετα να ηχούν ως απανωτά ραπίσματα και, τέλος, βαλμένα παρατακτικά να δείχνουν μανία και πείσμα. Οι ασπάλαθοι εδώ γίνονται το όργανο απονομής της δικαιοσύνης, ενώ ο Τάρταρος δηλώνει το καθαρτήριο, τη σκοτεινή άβυσσο που περιμένει τους κακούργους.

Στίχοι 19-20: η συναισθηματική έξαρση καταλαγιάζει, η αυλαία της αρχαίας τραγωδίας πέφτει, η κάθαρση έχει συντελεσθεί. Με τη λέξη Έτσι εισάγεται εμφαντικά το παραβολικό σχήμα της ποιητικής αλληγορίας (όπως τότε, έτσι και τώρα). Το επιλογικό σχόλιο λειτουργεί με γνωμικό τρόπο και διαβεβαιώνει ότι ανάλογο τραγικό τέλος μ’ αυτό του Παμφύλιου Αρδιαίου περιμένει κάθε πανάθλιο τύραννο. Ο αιώνιος νόμος της τραγωδίας λειτουργεί αδυσώπητα: ύβρις – νέμεσις – τίσις.

Πρόκειται για το χωρίο 615C-616A  της Πολιτείας. 

Βρισκόμαστε στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνος.
Στην Πολιτεία γίνεται συζήτηση για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της ιδεώδους πολιτείας. Στο δέκατο βιβλίο, όπου η συζήτηση βαίνει προς το τέλος εξετάζονται οι αμοιβές των δίκαιων και η τιμωρία των άδικων ανθρώπων σ΄ αυτό τον κόσμο αλλά και στην άλλη ζωή. Από άποψη τεχνικής ο Πλάτωνας επινοεί έναν θαυμάσιο τρόπο, για να εκθέσει όσα διαδραματίζονται στον άλλο κόσμο (τα οποία δεν μπορούν βέβαια να γνωρίζουν οι άνθρωποι που κατοικούν στον επίγειο κόσμο): βάζει να τα αφηγείται ο Ηρ, γιος του Αρμενίου από την Παμφυλία, ο οποίος είχε πεθάνει, γύρισε ξανά στην επίγεια ζωή και διηγήθηκε όσα η ψυχή του είχε δει και είχε ακούσει στον κάτω κόσμο.
Για την πληρέστερη κατανόηση δίδεται η αφήγηση του Ήρα σε μετάφραση :
«Θα ακούσεις λοιπόν τη διήγηση ενός άλκιμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτα από δέκα ημέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρισκόταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο˙ τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν κι ενώ τη δωδέκατη μέρα μετά το θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε να ανιστορεί όσα είχε δει στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του ξεκίνησε με πολλούς άλλους κι  έφτασαν σ’  ένα θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δυο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δυο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους να ακολουθήσουν τον δρόμο που πήγαινε δεξιά και επάνω μέσα από τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τι απόφαση είχαν βγάλει γι’   αυτούς στη δίκη˙ τους άδικους τους έστελναν να πάρουν το δρόμο προς τα αριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σε αυτούς, αλλά από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε και ο ίδιος, του είπαν να φέρει στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήσει και να ακούσει όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο.
Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δυο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τα άλλα δυο πάλι, από το ένα της γης να ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από το άλλο του ουρανού να κατεβαίνουν άλλες καθαρές. Όλες έδιναν την εντύπωση πως έρχονται από δρόμο μακρινό, και μ΄ ευχαρίστηση πήγαιναν να κατασκηνώσουν στο λιβάδι, όπως γίνεται στο πανηγύρι˙ όσες από αυτές γνωρίζονταν χαιρετιούνταν μεταξύ τους και ζητούσαν πληροφορίες, όσες έφταναν από τη γη από τις άλλες για τα εκεί, και όσες από τον ουρανό από τις άλλες για τα δικά τους πάλι περιστατικά. Και ιστορούσαν από τις αναμνήσεις τους μεταξύ τους οι πρώτες με θρήνους και με δάκρυα όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορεία τους κάτω από τη γη- η διάρκεια της πορείας ήταν χίλια χρόνια-, όσες πάλι έφταναν από τον ουρανό έλεγαν τις ηδονές που δοκίμασαν και το και το αφράτο κάλλος των θεαμάτων που είδαν. Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθίσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες των αφηγήσεων τους˙ η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές- η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής- για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμή κάθε αδικήματος. Έτσι εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων ή στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων, υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαναν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. Όσο για κείνους που πέθαιναν λίγο χρόνο ύστερα  από τη γέννηση τους, έλεγε άλλα που δεν αξίζει τον κόπο να τα αναφέρω. Υπήρχαν ακόμη ανταμοιβές πολύ μεγαλύτερες για όσους σέβονταν τους θεούς και τιμούσαν τους γονείς τους, καθώς και βασανιστήρια μεγαλύτερα για τους ασεβείς και τους πατροκτόνους, καθώς και για όσους με το χέρι τους έκαναν φόνους…..εκεί κοντά ήταν ο μέγας Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός είχε γίνει τύραννος σε κάποια πόλη της Παμφυλίας, και πέρασαν πια από τότε χίλια χρόνια ˙ είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερό του αδερφό και είχε διαπράξει και πολλές άλλες ανομίες, όπως λεγόταν. Είπε λοιπόν πως ο ερωτώμενος απάντησε ΄΄ούτε εδώ έχει έρθει ούτε είναι πιθανό πως θα έρθει ΄΄.
Είδαν λοιπόν τα μάτια μας ανάμεσα  ανάμεσα στα άλλα τρομερά θεάματα και το ακόλουθο:  τη στιγμή που ήμασταν κοντά στο στόμιο και έχοντας υποστεί όλες τις άλλες δοκιμασίες είχαμε κατά νου μας να ανέβουμε,  ξαφνικά τον είδαμε εκείνον μαζί με άλλους ˙ σχεδόν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τύραννοι˙ μαζί τους ήταν και μερικοί απλοί πολίτες που είχαν κάνει υπερβολικά μεγάλες αμαρτίες˙ αυτοί φαντάζονταν ότι θα ανέβουν πλέον επάνω, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν, αλλά έβγαζε μυκηθμό κάθε φορά που κάποιος από τους αδιόρθωτα κακοήθεις ή από αυτούς που δεν τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε, επιχειρούσε να ανέβει. Τότε πια, είπε, κάποιοι άνθρωποι άγριοι και φλογισμένοι στην όψη, που στέκονταν δίπλα στην είσοδο και καταλάβαιναν τι σημαίνει το μουγκρητό, μερικούς (που ήθελαν να ανέβουν) τους έπιαναν από τη μέση και τους έδιωχναν μακριά, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού έδεσαν μαζί χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έβαλαν κάτω και τους έγδαραν και έπειτα τους τραβούσαν έξω δίπλα στο δρόμο πάνω στα αγκάθια(-στους ασπαλάθους), ξεσκίζοντας έτσι το κορμί τους, και έλεγαν σε όσους περνούσαν από εκεί γιατί τους κάνουν έτσι και ότι θα τους πάνε να τους ρίξουν στον Τάρταρο».
Επιστρέφοντας στην ανάλυση του ποιήματος του Γ. Σεφέρη, η θέα των ασπαλάθων φέρνει  συνειρμικά στο νου τον Αρδιαίο και την περικοπή της Πολιτείας. Το ίδιο βράδυ ο ποιητής στο σπίτι του βρίσκει την περικοπή και διαπιστώνει πως το όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από τα χρόνια του Πλάτωνα (στίχος 12). Παραθέτει μάλιστα μετάφραση της τιμωρίας του Αρδιαίου πάνω στους ασπαλάθους, όπως περιγράφεται από τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο.
Θέμα λοιπόν του ποιήματος είναι η τιμωρία του Αρδιαίου που έρχεται αναπότρεπτη στο τέλος για τα κρίματα που διέπραξε. Στόχος του Γ. Σεφέρη είναι να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να τιμωρηθούν και οι σύγχρονοι τύραννοι: να συρθούν κι αυτοί επί ασπαλάθων. Για την τιμωρία λοιπόν, οι ασπάλαθοι υπάρχουν ακόμη και δείχνουν έτοιμα τα βελόνια τους.
Εν κατακλείδι, τα βασανιστήρια είναι σκληρό και φρικτό μέσο για όποιο σκοπό κι αν χρησιμοποιούνται. Ο Σεφέρης όμως, όπως και ο Πλάτων, όχι μόνο δεν εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους, αλλά αντίθετα δείχνουν να αποδέχονται τη χρήση τους και μάλιστα με ικανοποίηση. Η στάση αυτή εν πρώτοις μας παραξενεύει˙ είναι όμως τόσο ισχυρή η προσήλωση του σύγχρονου ποιητή αλλά και του αρχαίου στοχαστή στις αρχές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, ώστε να αποδέχονται και οι δυο τα βασανιστήρια ως μέσο παραδειγματισμού και ικανοποίησης του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Εξάλλου η σκληρότητα των τυράννων είναι τόσο μεγάλη και τα εγκλήματα τους τόσο βαριά ώστε δεν απομένουν περιθώρια για οίκτο ούτε στους νηφάλιους ανθρώπους του πνεύματος.

Γιώργος Σεφέρης " Πάνω σ' ένα ξένο στίχο"



Χαρακτηριστικά τnς ποίησης του Γ. Σεφέρη
Περιεχόμενο
α) Ποίηση βαρύθυμη, μελαγχολική, όπου όμως δεν απουσιάζουν κάποιες αστραπές αισιοδοξίας
β) Ο λόγος του είναι συμβολιστικός, κρυπτικός  και υπαινικτικός
γ) Βασικά θέματα:
·         Η ελληνική παράδοση (αρχαία και νεότερη, όχι όμως και βυζαντινή ή χριστιανική) και η συνάντησή της με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.
·         Ο καημός για τη μοίρα του ελληνισμού.
·         Η νοσταλγία του μετανάστη, οι χαμένες πατρίδες. 
Μορφή
α) Ο λόγος του απλός και λιτός. Με τη χρήση του ελεύθερου στίχου δημιουργεί το δικό του προσωπικό
ύφος στηριγμένο όχι στα παραδοσιακά υλικά αλλά σε μια γλσσα λιτή και δωρική που μεταπλάθει σε ποιητική εμπλουτίζοντάς την με νεόκοπες, άτριφτες εικόνες και τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους.
β) Ο στίχος του άλλοτε παραδοσιακός κι άλλοτε -πιο συχνά- ελεύθερος
γ) H γραφή του συχνά συνειρμική
δ) Το ύφος στοχαστικό και οικείο. Χαλιναγωγεί άψογα την πεζολογία του, σε στοχαστική και άμεσα διδακτική στιχουργία.
ε)  απλότητα  στο ύφος που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης. Βασικό χαρακτηριστικό του η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας γιατί όπως πίστευε «ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του» (Δοκιμές Β, σελ. 163).
στ) Υιοθέτησε την κατάργηση ή έστω διατάραξη του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την ελλειπτική στίξη, την ασάφεια του θέματος, τις παρομοιώσεις που ξαφνιάζουν.

 Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ  Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Η επαφή του Γ. Σεφέρη με τον αρχαίο κόσμο και η τέλεια εξοι­κείωση του με τα έργα της κλασικής γραμματείας, από τον Όμηρο ως τους τραγικούς, αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του. Η αρχαία Ελλάδα είναι συνεχώς παρούσα στην πνευματική ζωή και στο έργο του ποιητή.
Η Αρχαιότητα είναι, επίσης, ένα μυθικό και μυθολογικό σύνολο που αποτελεί ένα είδος μίτου στο έργο του Σεφέρη.
Η αρχαία παράδοση έχει αφομοιωθεί τέλεια από το μεγάλο ποι­ητή των σύγχρονων καιρών και η αίσθηση της τραγικότητας, που διατρέχει την ποίηση του, έχει τις ρίζες της σ' αυτήν. Ο Σεφέρης αξιοποιεί ποιητικά τον αρχαίο κόσμο της μυθολογίας- ο αρχαίος ελληνικός μύθος λειτουργεί στην ποίηση του αμφίσημα: με τη μυ­θολογική του διάσταση και τη σύγχρονη ποιητική αναδημιουργία. Ο ποιητής δεν παραμένει προσηλωμένος στους αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, ώστε να εκφράζουν παραστα­τικά σύγχρονες εμπειρίες, και τους μετουσιώνει στη σημερινή πραγματικότητα. 
Τούτο φαίνεται χαρακτηριστικά σε τέσσερα ποιήµατα του Σεφέρη που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσµα της ποιητικής σταδιοδροµίας του Σεφέρη: το «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» γράφεται το 1931 (δηµοσιεύεται το 1932), ο «Βασιλιάς της Ασίνης» το 1938-40, η «Ελένη» το 1955 και το «Επί Ασπαλάθων», το τελευταίο ποίημα   του Σεφέρη, το 1971.

ΠΑΝΩ Σ΄ΕΝΑ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ
Στο ποίημα επισημαίνουμε, ιδιαίτερα, το θαλασσι­νό τοπίο -ειδικότερα το χώρο του Αιγαίου και των ελληνικών θα­λασσών- όπου συντελείται το πανάρχαιο δράμα της φυλής από την εποχή του Τρωικού πολέμου και της Αργοναυτικής εκστρατείας ως τον εξανδραποδισμό της Κύπρου, καθώς και την έντονη παρουσία της θάλασσας, που κατέχει ουσιαστική θέση στο έργο του Σεφέρη (στ. 24-25). Ακόμη, τη μνήμη του ποιητή από τη λαϊκή παράδοση (Γοργόνα" λαϊκού θρύλου) καθώς και τους αφανείς μάρτυρες της ιστορίας που τους αναζητούν οι δυστυχισμένες γυναίκες (στ. 26-29). Στο τοπίο της ερημιάς και της αγωνίας (εικόνα βαρύθυμη και με­λαγχολική, όπως οι στίχοι της Οδύσσειας) συστοιχεί ο ανώνυμος κόσμος των τυραννισμένων, των πολέμων, της προσφυγιάς, της δυ­στυχίας. Αντίθετα, οι στίχοι 30-32 είναι λυρικότατοι και αναδίνουν, με καβαφίζουσα πνοή το άρωμα ευτυχισμένων εμπειριών: α) ερωτι­κών, β) μνήμη φύσης (Σολωμός - Δημοτικό τραγούδι) γ) μνήμη Ιω­νίας (με αναφορά στους Ίωνες φιλοσόφους) και των χαμένων πα­τρίδων.
Ο Σεφερικός Οδυσσέας (σύντροφος και αρχηγός) των Αργοναυ­τών μας οδηγεί σε μια διαφορετική θεώρηση του "πολύτροπου άν­δρα" με τη μορφή του "γέροντα σοφού" στο ποίημα "Πάνω σ' έναν ξένο στίχο".
Το ποίημα, γραμμένο στο Λονδίνο το 1931 (πρώτη δημοσίευση στη Νέα Εστία 12 [1932]), ανήκει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) και αρχίζει με μιαν απόδοση στα ελληνικά του πρώτου στίχου από το σονέτο  «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage» (Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι).

Από άποψη δομής, είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, αποτελεί­ται από 12 ανισοσύλλαβες στροφές, τα δε θεματικά του κέντρα διαρ­θρώνονται με την ακόλουθη σειρά:
I ) Στρ. 1-3. Ο λόγος για την αγάπη — Επίκληση στο Θεό — Η ξενιτιά ως αφορμή και πλαίσιο.
II) Στρ. 4-7. Επιφάνεια του φαντάσματος (Η μορφή του σεφερικού
Οδυσσέα, τα χαρακτηριστικά και ο ρόλος του) με αναφορά στον ομηρικό Οδυσσέα.
III) Στρ. 8-12. Ο τρόπος του Οδυσσέα προς τον ποιητή — Ο μύθος
και η παράδοση — Αναφορά στη Νέκυια.

 Το ποίημα ξεκινά με τη σκιαγράφηση μιας αγάπης της οποίας δεν προσδιορίζεται το αντικείμενο. Διακατέχει την ανθρώπινη ύπαρξη και προσδιορίζεται από την τριπλή και δυναμική ανταπόκριση των αισθήσεων: αφής όρασης, ακοής. Το ρήμα " ένιωθε" κρατά στο ημίφως το υποκείμενό του, ενώ το ρήμα "ακούω" της 3ης στροφής  μας δίνει την ταυτότητα του ανθρώπου που φτάνει στην ύψιστη συνειδητοποίηση αυτού του αισθήματος.
Πρόκειται για την αγάπη για την Πατρίδα ( Ελλάδα, Μικρά Ασία - από την οποία ο ποιητής ξεριζώθηκε-), αφού ο Σεφέρης βρίσκεται στα ξένα όταν γράφει το ποίημα. Ίσως.
Ίσως όμως να μιλά για την αγάπη σαν αρματωσιά ψυχής που πρέπει να΄χουμε για τα δικά μας ταξίδια ζωής.

Σ' όλο το ποίημα κυριαρχεί έντονα η παρουσία του Οδυσσέα, τελείως όμως διαφορετικού από την αρχετυπική μορφή του ομηρι­κού ήρωα, όπως τη διέπλασε ο ποιητής σαν σύμβολο της ελληνικής μοίρας.
Ο ποιητής λέει ότι παρουσιάζεται μπροστά του το φάντασμα του Οδυσσέα , σε μια ρεαλιστική περιγραφή η οποία δίνει στον ομηρικό ήρωα ανθρώπινες διαστάσεις. Εικονίζει τη σωματική ταλαιπωρία με μάτια κοκκινισμένα απ' του κυμάτου την αρμύρα και τον ψυχικό πόνο κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό.
Οι εικόνες του καπνού (α 57-59) και του σκυλιού (ρ 290-319) δια­φοροποιούνται ποιητικά από την ομηρική Οδύσσεια και γίνονται λεπτότερες και ποιητικότερες. Ιδιαίτερα η μνεία του πιστού σκυ­λιού  Άργου μας φέρνει κοντά στη συγκρατημένη θλίψη των επι­τύμβιων στηλών, όπου δίπλα στο νεκρό στέκεται ο κύων.
Ο Οδυσσέας εμφανίζεται ψηλός και μ' ασπρισμένα γένια, η παλά­μη του είναι ροζιασμένη απ' τα σκοινιά και το δοιάκι, το δέρμα του δουλεμένο από το ξεροβόρι, από την κάψα και από τα χιόνια. Ο Σεφέρης πλάθει έναν ήρωα με στοιχεία απομυθοποιητικά ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος, που συνθέτουν, όμως, τη μεγαλοσύνη του (ανθρωπιά και αδυναμία).
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας, που έχει έρθει για να συμβουλέψει τον ποιητή πώς να φτιάξει ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσει τη δική του Τροία, φτάνοντας στον αντικειμενικό του στόχο.

Έτσι, ο αρχαιοελληνικός ομηρικός μύθος που απονέμει στον ήρωα πολλαπλές ιδιότητες (πολύμητις,  πολύτλας, πολυμήχα­νος, δουρικλυτός, στην Ιλιάδα— δαΐφρων, θείος, πολύτροπος,  πολύφρων, στην Οδύσσεια), ανατρέπεται από το σύγ­χρονο ποιητή. 
Ένας νέος άνθρωπος προβάλλει, σύμβολο της βασι­σμένης σε πείρα γνώσης και της πίστης στο προγονικό σπίτι, που θέλει να εμποδίσει τις ενοχλητικές μορφές του «υπεράνθρωπου Κύ­κλωπα», των Σειρήνων, της Σκύλας και της Χάρυβδης, «τόσα περί­πλοκα τέρατα» του μύθου και της φαντασίας, μοτίβα δραματικά της ανθρώπινης μοίρας και ιστορίας. 
Με την επιφάνεια αυτή του Οδυσ­σέα πετυχαίνει ακόμη ο ποιητής  τη σύν­δεση του παρόντος με το απώτατο παρελθόν (κοινή μοίρα - κοινή γλώσσα), εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής πνευματικής παράδο­σης, που τη θεωρεί αδιάσπαστη από τα ομηρικά χρόνια ως τη σημε­ρινή εποχή.
Ο Οδυσσέας μιλάει «ταπεινά και με γαλήνη» μοιάζει με «γέρους θαλασσινούς», έχει μάθει τι σημαίνει «νά 'σαι μόνος, σκοτεινός, μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος». Η απουσία των συντρόφων είναι οδυνηρή «την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμέ­νους μέσα στα στοιχεία...».  Μιλάει ακόμη για το «πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους» (μοτίβο της ομηρικής Νέκυιας —λ Οδύσσειας, που εικονίζει την εμπειρία του στον Άδη).
Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τα μυθολογικά στοιχεία που τα συνα­ντάμε σ' όλο του το έργο και τα οποία προσπαθεί να αντιστοιχίσει με σύγχρονες ιδέες και καταστάσεις. Έτσι ο ποιητής σκοπεύει, με τη χρήση του μύθου και των παραδοσιακών συμβόλων του Οδυσ­σέα, να εκφράσει τη συλλογικότητα και να δώσει αντικειμενικότητα στο ποίημα του, αφού ο μύθος συγκεντρώνει μέσα του τέτοια στοι­χεία.
Ο Οδυσσέας και ο ποιητής, αν και παραμένουν δύο διαφορετικά πρόσωπα στο ποίημα, συμπάσχουν και, επιπλέον, συνδέονται μετα­ξύ τους με ένα κοινό γνώρισμα· ο ξεριζωμένος και περιπλανώμενος Οδυσσέας έχει πολλά κοινά σημεία με την προσωπική μοίρα και την ιστορία του ποιητή. Ο Οδυσσέας όμως, ως αρχαιότερο διαχρο­νικό σύμβολο του Ελληνισμού, ταυτίζεται με το σεφερικό άνθρωπο (ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή του ποιήματος), όπου ο ποιητής, μέσα από μιαν εικόνα γαλήνιας ζωής και ενός ευτυχισμένου κόσμου, εναρμονισμένου με το θαλασσινό τοπίο των παιδικών του χρόνων, αναγνωρίζει το παρελθόν και την παράδοση σαν έμπειρους δασκά­λους της εποχής του, που μπορούν σίγουρα να μας διδάξουν και να μας μάθουν να κερδίσουμε τη δική μας Τροία (σύμβολο, όπως η Ιθάκη), και ακόμη να πετύχουμε την επιστροφή στην πατρίδα μας, παλεύοντας για την πραγμάτωση των ιδανικών και των σκοπών μας.
ΠΗΓΕΣ
  • Α.Στέφος, Διδακτικές δοκιμές( εκδόσεις Πορεία) 1992
  • Τ.Καρβέλη, Η Νεότερη Ποίηση
  •  Αντωνίου Χρήστος, Θέματα και μορφές της λαϊκής παράδοσης στο έργο του Σεφέρη (Ερμηνευτική προσέγγιση), Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1981
  • Περιοδικά :     Λόγος και Πράξη( τεύχος 33)
                                       Σύγχρονη Εκπαίδευση ( τεύχος 25)
                                      Νέα Εστία, τεύχος 1728

Από  http://fotodendro.blogspot.gr

Ο συμβολισμός και ο "καρυωτακισμός"




Είναι λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε από τη Γαλλία γύρω στο 1880 υπό την επίδραση της φιλοσοφίας του υποσυνειδήτου και επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό την ποίηση και σε μικρότερο τη μουσική και τη ζωγραφική («εμπρεσιονισμός ή ιμπρεσιονισμός»).

• Το ρεύμα γεννήθηκε ως αντίδραση στην ψυχρότητα του παρνασσισμού και συνιστά μια «επιστροφή» στη ρομαντική ποίηση, γι’ αυτό συχνά χαρακτηρίζεται ως νεορομαντισμός. Συνδυάζει την εσωτερικότητα και την εκλέπτυνση του ρομαντισμού, χωρίς το στόμφο του. Συγγενεύει επίσης με τον αισθητισμό και με τις θεωρίες του Πόε, οι οποίες επηρέασαν τον Μποντλέρ (1821-1867).
Πρώτος στη Γαλλία, ο Μποντλέρ θέλησε να εφαρμόσει στην ποίηση τη μουσικότητα και την αοριστία, γι’ αυτό θεωρείται «πατέρας» του συμβολισμού. Στην προσπάθεια του αυτή βρήκε μιμητές και άλλους «ποιητές της παρακμής» ή «καταραμένους ποιητές» (Μαλαρμέ, Βερλέν, Ρεμπό, Λαφόργκ, Βαλερί κ.ά.).

• Οι συμβολιστές επεδίωξαν να αναδείξουν τη μαγεία του ανεξιχνίαστου κόσμου του ασυνειδήτου. Για τους συμβολιστές, κάθε αίσθημα ή εντύπωση που έχουμε είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και επομένως είναι δύσκολο να αποδοθεί με τη συμβατική γλώσσα, αλλά με την ιδιαίτερη γλώσσα των συμβόλων. Τα σύμβολα του συμβολισμού είναι μεταφορικά σχήματα αποκομμένα από τα θέματα τους, γι’ αυτό και με το ρεύμα αυτό, η ποίηση έγινε υπαινικτική, αλλά και «μοντέρνα».

Τα γνωρίσματα του συμβολισμού
 Κυριότερα γνωρίσματα του συμβολισμού είναι η μουσικότητα, η υποβλητικότητα και η μελαγχολική διάθεση, που δημιουργούν ένα κλίμα ασάφειας και ρευστότητας. Η αυστηρή μετρική χαλαρώνει και εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων και το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο.
Η συμβολιστική ποίηση στηρίζεται στη μαγεία των λέξεων, στις διακυμάνσεις του ρυθμού. Εξαιτίας της επιθυμίας των συμβολιστών για μουσικότητα και ρευστότητα η μορφή «χαλαρώνει» από τους αυστηρούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης (ομοιοκαταληξία και μέτρο). Οι λέξεις αποσυνδέονται από το νόημά τους κι αποκτούν δικό τους ήχο. Ο υπαινιγμός και η διακριτική νύξη χρησιμοποιούνται ως μέσα του συμβολισμού, γιατί γοητεύουν τη φαντασία.

Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο ομάδες συμβολιστών ποητών:
Η πρώτη ομάδα εμφανίζεται γύρω στο 1900-1910 και αντλεί κυρίως από τη γενιά του Παλαμά, παρουσιάζει όμως σαφείς ανανεωτικές τάσεις: Γ. Καμπύσης, Κ. Χατζόπουλος, Σπ. Πασαγιάννης, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Ι. Γρυπάρης κ.ά.
Η δεύτερη ομάδα κάνει την εμφάνισή της γύρω στα 1910-1920 και γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη: Απ. Μελαχρινός, Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλος Άγρας, Τ. Παπατσώνης κ.ά.
Οι συμβολιστές της δεύτερης ομάδας (που διακρίνονται από τους άλλους με το όνομα «νεοσυμβολιστές») εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, που, αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του.

Ο «καρυωτακισμός»
Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ο «καρυωτακισμός» διαποτίζει τη νεοελληνική ποίηση, μια τάση μίμησης της ποίησης του, που εκδηλώνεται ως αποστροφή στη ζωή, πεσιμισμός και μεμψιμοιρία.
Το ανανεωτικό ρεύμα του συμβολισμού στην Ελλάδα διήρκησε περίπου μέχρι το 1930. Τα γνωρίσματά του δεν διαφέρουν από του ευρωπαϊκού συμβολισμού:
·         Η διακριτική και υποβλητική έκφραση των συναισθημάτων
·         Ο ποιητικός ρεμβασμός
·         Οι θολές και ακαθόριστες εικόνες
·         Το κλίμα μελαγχολίας
Η μουσικότητα του στίχου.