Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

«Τελευταίος σταθμός» Γ. Σεφέρης



( Ανάλυση του ποιήματος)
Ι. Εισαγωγικά:
• Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
• Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
• Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
• Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
• Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
• Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
• Ο ποιητής δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
• Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
• Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
• Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας.
• Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
• Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
• Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.

• Ποιητικές ενότητες:
– Πρώτη ενότητα: στ. 1-22.
– Δεύτερη ενότητα: στ. 24-63.
– Τρίτη ενότητα: στ. 64-88.
– Τέταρτη ενότητα: στ. 89-95.
– Υπάρχουν και δύο στίχοι: 23 και 96 που έχουν δική τους νοηματική αυτονομία.
Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
• Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
• Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
• Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
• Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.

• Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
• Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
• Στ. 23: Βιργίλιος.
• Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
• Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.

Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.
• Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
• Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
• Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.

ΙΙ. Ερμηνεία:
Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
• Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
• Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
• Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
• Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
• Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
• Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
• Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
• Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
• Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
• Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
• Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
• Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.
• Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
• Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.
• Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
• Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς
• Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
• Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
• Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
• Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
• Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
• Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
• Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
• Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
• Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
• Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
• Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
• Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.

Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
• Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
• Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
• Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
• Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
• Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
• Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
• Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
• Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
• Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
• Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
• Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
• Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
• Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
• Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
• Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ• είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
• Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
• Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
• Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
• Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
• Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.
• Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος• εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
• Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
• Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
• Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
• Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
• Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
• Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
• Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
• Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
• Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
• Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
• Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
• Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
• Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
• Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
• Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.

Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα (τρίτη) ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
• τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
• Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
• Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
• ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υπήκοοί τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
• Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
• Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
• Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
• Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
• Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
• Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
• εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
• προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής• νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
• Το αποκορύφωμα αυτής της δηλητηριασμένης ατμόσφαιρας είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
• Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.

Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
• Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής.
Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
• Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
• Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
• Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
• Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
• Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
• Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».


Oι σημειώσεις προέρχονται από διδακτικές επισημάνσεις του Δημητρίου Τζωρτζόπουλου
Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων και στάλθηκαν στους νομούς Βοιωτίας, Ευρυτανίας & Φθιώτιδας.


Οι πρόγονοι του '30 και Το σπίτι του δασκάλου



«ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΄30»
Κωνσταντίνος Θεοτόκης- Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος
Η περίφημη γενιά του 1930, όπως χαρακτηρίζεται η καλλιτεχνική δημιουργία της περιόδου αυτής και των εκπροσώπων της, δεν συνιστά μια παρθενογένεση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα γεγονός το οποίο συμβαίνει απρόσμενα, δίχως να μπορούν να ανιχνευθούν τα ερείσματα, οι αιτίες, οι καίριες αφορμές για την εξέλιξη αυτή. Η ποιητική και πεζογραφική δημιουργία από το 1930 και έπειτα βασίζει σε ένα μεγάλο ποσοστό τη σημασία της στον προδρομικό λόγο, εκείνον που διατυπώθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για το λόγο εκείνο που στηρίζει την εξέλιξή και τη διάδοσή του στην αισθητική και ψυχολογική μεταστροφή των πιο γνήσιων φωνών της γενιά του 1900, καθώς και στην εγκατάλειψη ενός στείρου ακαδημαϊσμού που φτώχαινε και συγκρατούσε τη λογοτεχνική μας παραγωγή σε ένα επικίνδυνο τέλμα καθιερωμένων και αναχρονιστικών προτύπων. Η δημιουργικότητα των λογοτεχνών της περιόδου 1900 έως και 1930 μοιάζουν να λειαίνουν το έδαφος ώστε να διαμορφωθούν  οι κατάλληλες συνθήκες για τον «εσωτερικό» λόγο του 1930. Ο ελληνικός νεορεαλισμός, με τα σκηνογραφικά χαρακτηριστικά του καθορίζεται επακριβώς ή πάλι υπονοείται ως ατμόσφαιρα και υφολογική προσέγγιση, ήδη από τις αρχές του 1900. Οι λογοτέχνες αυτής της περιόδου διατυπώνουν μία εκφορά, πεζολογική κυρίως, η οποία υιοθετώντας δείγματα των ευρωπαϊκών τάσεων, απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την εξαντλημένη θεματολογία, παρουσιάζοντας την ίδια στιγμή μία σαφή ροπή προς την ειλικρινή εκτίμηση της παράδοσης, φωτίζοντας την τοπογραφία του ελληνικού ψυχισμού. Τούτη η τελευταία μεταστροφή θα εκδηλωθεί τις επόμενες δεκαετίες με τρόπο καθολικότερο, αντλώντας την τεχνοτροπία της από το συμβολισμό, τον υπερρεαλισμό, το μοντερνισμό των πιο πρόσφατων περιόδων, από το 1970 και έπειτα. Η σημασία της βιβλιογραφίας της γενιάς πριν το 1930 δεν συνιστά μια καθολική αξία, παρά μεμονωμένες κορφές, οι οποίες βεβαιώνουν την καταγωγή της κλονισμένης ψυχολογίας του 1930. Δεν θα ήταν αδόκιμο  ή ασυνεπές, αν θεωρούσαμε πως ο συντριμμένος ρεαλισμός της περιόδου, η οποία χαρακτηρίστηκε από την ατμόσφαιρα του καρυωτακισμού οφείλει την εξέλιξη και την απήχησή της στην εργογραφία των αρχών του 20ου αιώνα, η οποία κατόρθωσε, εκφράζοντας πάντα μια άλλη εποχή και διαφορετικές πάντα προβληματικές, να συλλάβει και τελικά να εκφράσει τη ρημαγμένη αισθητική των επόμενων ετών.  Επέτυχε η γενιά του 1900, καθώς ο Γιάννης Δάλλας επισημαίνει εύστοχα, να χαράξει το δρόμο για τη μετάβαση και το συγκερασμό ποιητικής, υπαρξιακής και πολιτικής δημιουργίας, καθοδηγώντας έτσι τα πνευματικά πράγματα, ώστε να μιλούμε σήμερα για μια αποκάλυψη που θέλει την ουσία της δημιουργίας στραμμένη ολότελα στα παραπάνω όρια, καθοριζόμενα όμως από μια ανθρώπινη γωνιά θέασης. Ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούν μια ευθεία, «προγονική» σχέση με την έκταση των γεννημάτων της «γενιάς της απογοήτευσης», κατέχουν σπουδαία θέση οι Κωνσταντίνος Θεοτόκης και Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Πρόκειται για εκείνους τους δημιουργούς, οι οποίοι ετήρησαν, όντας μες στην εποχή τους πάντα , τον όρο μιας ψυχικής λογοτεχνίας. Μιας τέχνης, η οποία όχι μόνο δεν φωτίζει απλόχερα τον άνθρωπο και τα ελατήρια του, μα στέκει ικανή με τα τελειωμένα επιτεύγματά της να χαρακτηριστεί ως πρωτοποριακή στη φόρτιση, το ύφος και τα επίκεντρά της.
Τόσο ο Χατζόπουλος, όσο και ο Θεοτόκης τολμούν μια εναλλαγή στη λογοτεχνική προσέγγιση. Τους ενδιαφέρει η ελληνική πραγματικότητα, όμως επικεντρώνονται στη διαμόρφωση των ψυχολογικών κριτηρίων, τα οποία συνθέτουν την προσωπογραφία του Έλληνα της περιόδου αυτής. Πρόκειται για μια μορφή ηθογραφίας, η οποία ανασύρει τα ηθικά πρότυπα της ελληνικής ψυχής, όχι για να τα σχολιάσει ή να τα αξιολογήσει, μα για να φανεί ο συναισθηματικός πυρήνας μιας ολόκληρης κοινωνίας. Στον «Κατάδικο» του Θεοτόκη, αλλά και στον «Πύργο του ακροπόταμου» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου μελετάται ο ψυχισμός, αποπειράται να φανερωθεί ο τρόπος με τον οποίο βιώνονται τα πιο κεντρικά, ανθρώπινα συναισθήματα. Οι δυο λογοτέχνες μιλούν για ένα ολόκληρο, αξιακό, ηθικό σύστημα, το οποίο ορίζει με τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη ψυχή. Το τοπίο της ελληνικής επαρχίας συνιστά το κατάλληλο, σκηνογραφικό φόντο. Μες σε τούτο το πλαίσιο τα έργα των δύο σπουδαίων λογοτεχνών αποκτούν έναν χαρακτήρα κοινωνικής λογοτεχνίας, είδος περιφρονημένο στην εντόπια, δημιουργική παραγωγή. Μόνο κατά τις επόμενες δεκαετίες θα φανεί το λογοτεχνικό ενδιαφέρον για την απεικόνιση των προβλημάτων και της αισθητικής των λαϊκότερων, κοινωνικών στρωμάτων, όπως συνωστίζονται στα μεγάλα, αστικά κέντρα, βιώνοντας τον κόπο και τη δραματική συνέχεια μιας κοινωνίας, η οποία επέζησε και καλείται τώρα να ξεπεράσει μια ανεπανάληπτη, εθνική καταστροφή, δίχως να μπορεί να φανταστεί τις ακρότητες της ιστορικής συνέχειας. Μια πρώτη υπόνοια της αισθητικής αυτής θα φανεί, λοιπόν στα έργα των δύο δημιουργών. Σκηνογραφώντας τους γενέθλιους τόπους, αποκρυσταλλώνοντας τον ανθρώπινο τύπο της εποχής τους, αναγνωρίζουν σε αυτόν πια τη δυναμική του εσωτερικού του δράματος. Ο μεν Θεοτόκης αποκαλύπτει με τον «Κατάδικο» τη διαχρονική ένταση της αρχαίας τραγωδίας, όπως τη γνωρίσαμε στα σπουδαία, σωσμένα έργα. Η ύβρις, η συντελεσμένη αδικία, ο φόνος και οι Ερινύες, θεότητες πάντα παρούσες, τραχείς καταλύτες των ανθρώπινων επιλογών, η βέβαιη ανταπόδοση του διαπραγμένου κακού. Πρόκειται για μια τέτοια ανταπόκριση, μιλούμε για μια ανταπόκριση με το αρχαίο δράμα η οποία σμίγει με το χριστιανικό πρότυπο της μεγαλοψυχίας. Πάντοτε το ζήτημα συνιστά η ανθρώπινη ψυχολογία, το εσωτερικό δράμα, εκείνο που τελείται στα αβαθή της ψυχής. Η ταπεινοφροσύνη των χαρακτήρων, η βίαιη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών, το βίωμα του έρωτα, η θέση της γυναίκας μες στην επαρχιακή κοινωνία των αρχών του αιώνα, όλα ετούτα τα ζητήματα απασχολούν τους δυο συγγραφείς, οι οποίοι μες στα έργα τους προσφέρουν μια πιστή, ηθογραφική αποτύπωση του κοινωνικού ιστού. Μα δεν μένουν σε τούτα. Εκείνο το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον τους είναι το ανθρώπινο δράμα, εκείνο που συντελείται αιώνες τώρα, δίχως να γνωρίζει λυτρωμό ή να μετριάζεται η τρομερή του ένταση. Το δράμα που γνωρίζει την αρχή του στα απροσδιόριστα όρια μεταξύ ενστίκτου και λογικής, επιθυμίας και ηθικής, δικαίου και αδίκου. Ο μεν Θεοτοκάς, στον «Κατάδικο» αναδεικνύει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, εκείνο που απαντάται στην ταπεινή, ευαγγελική μορφή του Τουρκόγιαννου. Πρόκειται για μια ανθρώπινη μορφή, η οποία μες στην πνευματική της ένδεια, διατηρεί αμείωτη την έννοια της ηθικής συνείδησης, επιβεβαιώνοντας το μεγαλείο της απλότητας, εκείνης που διασκορπίζεται εμπρός στη δικαιοπραξία, εκείνης που εξαντλείται εμπρός στο γενικό καλό. Στην περίπτωση του Χατζόπουλου, η κοινωνική λογοτεχνία θέτει ως επίκεντρο της ηθογραφίας τη συντριβή μιας οικογένειας. Η Φρόσω, θυσιασμένη στα οράματα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των μικρών της αδερφών, αποστρέφεται τον ίδιο της τον εαυτό, ταπεινώνεται, συντρίβεται και τελικά λυτρώνεται μες στη βεβαιότητα του θανάτου. Μια απώλεια, η οποία εντέχνως τονίζει τη δραματική υφή του έργου, ενώ την ίδια στιγμή αποτυπώνει με τρόπο γλαφυρό τον αλτρουισμό που ορίζει την ελληνική ψυχή. Οι διαψεύσεις των ονείρων δεν μπορούν να συγκριθούν με την ευτυχία του συνανθρώπου.
Τέτοια μηνύματα σπανίως αναγνωρίζονται ως στοχεύσεις μες στην παγκόσμια, ακόμα λογοτεχνία. Οι περιπτώσεις των δυο Ελλήνων λογοτεχνών σηματοδοτούν την αλλαγή των εποχών που θα βρει απαράλλαχτη την ανθρώπινη ψυχή, τραχιά από τα βάσανα και τις διαψεύσεις. Με άλλα λόγια δημιουργούν οι δυο συγγραφείς έργα ανθρώπινα, με πλαστικούς χαρακτήρες, φυσικούς, έρμαιους εμπρός στη διαχρονική ένταση του ελληνικού πεπρωμένου, όπως το διδαχτήκαμε στα αρχαία δράματα, με τις συντριβές και τις ηθικές εξάψεις των τραγικών ηρώων. Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κατορθώνουν να πράξουν με τόλμη εκείνο το οποίο αμφισβήτησε μερικές δεκαετίες αργότερα ο Στέλιος Ξεφλούδας. Πρόκειται για τη λογοτεχνία εκείνη, η οποία αναγνωρίζει στον άνθρωπο το θάρρος μα και τη ματαιοδοξία μιας επίμονης και τραγικής επανάστασης απέναντι στην ίδια τη μοίρα, το τρομερό και αθώρητο μέλλον.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ»
«…Στην πεζογραφία, επίσης, αρχικά κινήθηκε στον χώρο της ηθογραφίας, αποδίδοντας ρεαλιστικά και με ψυχολογική ευαισθησία τη ζωή της ελληνικής επαρχίας, υπό την επίδραση, όμως, των σοσιαλιστικών ιδεών το περιεχόμενο του έργου του προσέλαβε εντονότερο κοινωνικό χαρακτήρα (λ.χ. Ο πύργος του Ακροπόταμου). Η στροφή του στον συμβολισμό σφραγίστηκε με το Φθινόπωρο που θεωρείται το γνησιότερο συμβολιστικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.»
«“Το σπίτι του δασκάλου” προέρχεται από τη συλλογή Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα και έχει χαρακτήρα κοινωνικό. Έχει ως σκηνικό πλαίσιο μια ξεπεσμένη οικονομικά αστική οικογένεια σε κάποια επαρχιακή, ίσως, πόλη. Βασικό πρόσωπο ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που αναγκάζεται από τις περιστάσεις και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που δρουν επάνω του να συμπεριφερθεί με σκληρότητα σε μια εξαθλιωμένη οικογένεια. […] Τα μέλη της οικογένειας είναι ολιγάριθμα και ανώνυμα. Δηλώνονται μόνο με τους βαθμούς της συγγένειας που έχουν με τον αφηγητή: ο παππούς, ο πατέρας (γαμπρός του παππού), η μητέρα και τα δυο τους αγόρια, από τα οποία το ένα είναι ο αφηγητής. […] Η αφήγηση αρχίζει in medias res, με μια από τις συνηθισμένες επικρίσεις του παππού προς το γαμπρό του. […] Ο τύπος του αφηγητή: συμμετέχει στην ιστορία, είναι κατά κάποιο τρόπο δραματοποιημένος […] και λειτουργεί μόνο ως παρατηρητής των δρώμενων. Ανήκει στις “εστιακές συνειδήσεις” και εκφράζει το κοινό αίσθημα. Είναι ένας αφηγητής αντανακλαστικός (reflecteur). Γενικά, πρόκειται […] για αφήγηση με “εσωτερική εστίαση”, με περιορισμένο πεδίο. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ενώ ο αποδέκτης της αφήγησης είναι εξωδιηγητικός. […]
Ο αφηγητής κρατά τις αποστάσεις του από τα πρόσωπα, δεν ταυτίζεται μαζί τους. Μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον παππού. Τον παρουσιάζει με μια ψυχρότητα φαινομενικά αντικειμενική. Στην ουσία όμως, ο αφηγητής προσυπογράφει την καταδίκη του παππού, αφού τελικά επιδιώκει να διαμορφώσει ο αποδέκτης της αφήγησης αρνητική στάση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η στάση του αφηγητή απέναντι στο βασικό πρόσωπο είναι […] ειρωνική. Ο πατέρας απεικονίζεται σαν ένα άβουλο πλάσμα χωρίς δική του οντότητα που υποκύπτει στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του παππού και αλλάζει συμπεριφορά, εμφανίζοντας έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η ειρωνεία αρχίζει με τη φράση “τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας” και τελειώνει με την κωμική περιγραφή του επιλόγου […]. Η νίκη του πατέρα τον μεταμορφώνει σε ένα αντιπαθή, ανόητο και γελοίο άνθρωπο. Ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο τον περιγράφει ο αφηγητής στον επίλογο είναι η καλύτερη απόδειξη για την ευστοχία του χαρακτηρισμού κουτός που έμμεσα ή άμεσα, υπονοούμενα ή ρητά αποδιδόταν στο πρόσωπο του πατέρα. […]

Όλοι οι δραματικοί ρόλοι του μοντέλου Greimas είναι εμφανείς στο διήγημα, με τη διαφορά ότι οι δύο, του Υποκειμένου και του Αποδέκτη, συμπίπτουν στο πρόσωπο του πατέρα:
Υποκείμενο (ήρωας) - ο πατέρας
Αντικείμενο (πολύτιμο) - το σπίτι
Εντολέας - ο παππούς
Δέκτης - ο πατέρας
Βοηθός - η μητέρα
Αντίμαχος - ο δάσκαλος
Το βασικό πρόσωπο προτού αποφασίσει να κάνει έξωση στην οικογένεια του δασκάλου είναι το θύμα κι αυτό τον κάνει πιο συμπαθητικό στη γυναίκα του, τον αφηγητή (έμμεσα) και τον αποδέκτη […].
o παππούς vs ο πατέρας
θύτης vs θύμα
Μετά την έξωση όμως αλλάζουν οι ρόλοι: γίνεται ο ίδιος θύτης με θύμα τον δάσκαλο (και την οικογένειά του) και μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο αντιπαθητικό και γελοίο.
o πατέρας vs ο δάσκαλος (και η οικογένειά του)
θύτης vs θύμα (θύματα) […]
».

(Γ. Παγανός, 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη, τόμος Β΄, Αθήνα:
Κώδικας, σελ. 150-155)