Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Μιχάλης Κατσαρός «Όταν»

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.

Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.
Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.
Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»

Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.
Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.   

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.
Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.
Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.
Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα επαναστατικά τραγούδια, τους υποκριτικούς και ατελείωτους ύμνους για την ελευθερία∙ για τη δήθεν ελευθερία από τους ξένους κατακτητές, έστω κι αν αυτή σημαίνει μια ανελέητη υποδούλωση στους ισχυρούς της χώρας, σωπαίνει. Σωπαίνει διότι αντιλαμβάνεται σε ποια έκταση φτάνει η υποκρισία των κρατούντων, οι οποίοι επιχειρούν να εμπνεύσουν στους πολίτες μια αγωνιστική διάθεση απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, τη στιγμή που οι ίδιοι επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία στην εσωτερική οργάνωση της χώρας, ώστε να μην τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει την εξουσία τους.
Ο ποιητής σωπαίνει όταν ακούει τους ανθρώπους να γελούν και να νιώθουν ασφαλείς στην έννομη και απολύτως οργανωμένη κοινωνία, γιατί βλέπει πως οι πολίτες δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν πόσο πραγματικά ανελεύθεροι είναι. Σωπαίνει έκπληκτος από το πόσο γρήγορα η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, στην πλήρη, συνειδητή, αυτόβουλη και μακάρια υποταγή στη θέληση εκείνων που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακραία βία, όταν θεώρησαν πως η κυριαρχία τους απειλείται.

«Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.»

Μα η σιωπή του ποιητή δε θα κρατήσει για πάντα, όπως δε θα κρατήσει για πάντα κι αυτή η πρόθυμη αδρανοποίηση των πολιτών. Με λόγο σχεδόν προφητικό, ο ποιητής προβλέπει τον ερχομό εκείνης της μέρας που θα πάψουν πια οι ανούσιες φλυαρίες, διότι οι άνθρωποι δε θα μπορούν ν’ αντέξουν άλλο την εκμετάλλευση και την κοροϊδία των κρατούντων. Τη μέρα που το ασήμαντο θα σωπάσει, κι οι άνθρωποι θα θελήσουν ν’ ακούσουν ξανά ένα λόγο ουσιαστικό, ένα λόγο που θα τους δείξει ξανά το δρόμο προς τη διεκδίκηση των εγγενών δικαιωμάτων τους, τότε ο ποιητής θα μιλήσει, κι όσα θα πει θα σαρώσουν τα πάντα με μια πρωτόγνωρη ένταση. Οι κήποι των σπιτιών θα γεμίσουν με καταρράχτες∙ η αγανάκτηση των πολιτών κι οι επιθυμίες τους που για τόσο καιρό συγκρατήθηκαν, θα ξεσπάσουν πλέον με ορμή. Από τις βρώμικες αυλές των σπιτιών θα προκύψουν οι μαχητές της νέας αυτής κοινωνικής επανάστασης∙ από τα σπίτια των απλών ανθρώπων θα αντληθούν τα όπλα αυτού του κινήματος που θα έρθει να ανατρέψει τα πάντα, και στο οποίο θα συμμετέχουν οι νέοι άνθρωποι έξαλλοι κι εξοργισμένοι με τη μακρόχρονη απάθεια των προηγούμενων γενιών.
Οι νέοι θ’ ακολουθούν με τους δυνατούς εκείνους στίχους, που δεν έχουν ανάγκη ύμνους και μουσικές για να σταθούν. Τους στίχους εκείνους που κρύβουν όλη την αλήθεια για την κατάσταση που ανέχτηκαν οι πολίτες, και για τον κόσμο που δικαιούνται. Οι νέοι θ’ ακολουθούν χωρίς τους ψεύτικους ύμνους για δήθεν εθνικά ιδανικά, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να μασκαρεύουν τους πραγματικούς τους σκοπούς∙ θ’ ακολουθούν ελεύθεροι και ανυπότακτοι απέναντι στην τρομερή εξουσία, που για χρόνια τους καταπίεζε με το φόβο και τη βία.  

«Πάλι σας δίνω όραμα.»


Το ποίημα που κυκλοφόρησε το 1953, λίγα μόλις χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και την αιματηρή κατάπνιξη της πρώτης λαϊκής εξέγερσης, κλείνει μ’ έναν στίχο συγκατάβασης από τη μεριά του ποιητή. Πάλι σας δίνω όραμα, σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει πως με τους στίχους του επανατοποθετεί το ξέσπασμα των πολιτών σε κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία ίσως τα πράγματα σταθούν πιο ευνοϊκά. Έτσι, ο ποιητής απαντά στο φόβο, την απάθεια και την απογοήτευση των συγκαιρινών του μ’ έναν προφητικό λόγο, για μια μελλοντικά επερχόμενη νέα επανάσταση των πολιτών.
«Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» Μαν. Αναγνωστάκη
Η οικείωση με την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη είναι εύκολη τόσο λόγω της γλώσσας όσο και του τόνου της φωνής του, του ύφους. Εκείνο που προέχει είναι η προσεκτική ανάγνωση, πρώτη και δεύτερη ώστε να κατανοηθεί το περιεχόμενο και η βαρύτητα των λέξεων και των σημασιών τους. Οι τίτλοι προετοιμάζουν για το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του νοήματος και μηνύματος. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι ολοφάνερα συνεπώς και το στόχος του ποιήματος. Ο τίτλος του ποιήματος και της συλλογής Στόχος προβάλλουν τον κοινωνικό, ειρωνικό και καταγγελτικό λόγο του Μαν. Αναγνωστάκη. Η συλλογή Στόχος (1970) περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας 1967-74.
Εστιάζουμε την προσοχή μας στον πεζολογικό στίχο, στη στίξη που υποστηρίζει τη συναισθηματική διακύμανση και στο σκηνικό που πλαισιώνει νοήματα και μηνύματα. Το σκηνικό στους πρώτους στίχους δίνει μια πολυτελή πρόσοψη κτηρίων μιας χώρας που βιώνει την κοινωνική και εθνική αθλιότητα. Δίνεται αφαιρετικά και συνοπτικά η Ελλάδα της δεκαετίας του 1970. Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή και τα σημαινόμενά τους αναδεικνύουν τον κοινωνικό στόχο αυτής της ποίησης, που επιτείνεται με την αναφορά στα «παιδάκια» -υποκοριστικό, συμπάσχει ο ποιητής- τα οποία δεν έχουν ελεύθερο χώρο για να παίξουν, ενώ η αλλαγή έχει εισβάλει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια «τροχοφόρα». Η μετάβαση με το «άλλωστε» στο χρόνο από το χτες στο σήμερα επισύρει και άλλες αλλαγές που δηλώνονται πρώτα συνοπτικά και μετά μέσα από εικόνες και καταστάσεις «ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», όπου η επίταξη του ρήματος ενέχει πόνο και νοσταλγία.
Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και όχι όπως θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις πολυτελείς προσόψεις των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Το γέλιο και η εμπιστοσύνη χάθηκαν (αλλαγή καιρών) με αντανάκλαση στον ανθρώπινο παράγοντα, π.χ.
           «Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
    Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
    Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
    Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
    οι ίδιοι στα παιδιά τους
    Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»
Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές καταστροφές και τους θωρακισμένους στρατιώτες- ιστορικό στίγμα (κατοχή, εμφύλιος), τα παιδιά δεν γνώρισαν τις «καλύτερες μέρες» για τις οποίες μιλούσαν οι πατέρες, άλλωστε και οι ίδιοι ως πατέρες με την ελπίδα για καλύτερες μέρες θα γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η επίταση με την επανάληψη σε αιτιατική και γενική, π.χ.  «Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.» δηλώνει τη μη πραγματοποιημένη ελπίδα και δίνει ποιητικότητα στο στίχο.
Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο παρόν και στο πολυτελές σκηνικό, ένα σκηνικό αυταπάτης, όπως είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η συναλλαγή, η εκμετάλλευση και η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, από τα οικονομικά αδιέξοδα, π.χ.  «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
                            η Τράπεζα Συναλλαγών
  - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
  Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
  -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-».
Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι, την φτώχια, τη μετανάστευση, δηλαδή το εθνικό ξεπούλημα πίσω από τη βιτρίνα των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Στους τελευταίους στίχους ο Μ. Αναγνωστάκης συνομιλεί με το Σεφέρη (διαλογικότητα), τον «Ποιητή» με την κεφαλαιογράμματη γραφή και την αντίστοιχη σημασιοδότηση του Σεφέρη ως μεγάλου ποιητή, και ολοκληρώνει το ποίημά του με την ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας σε ύφος σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών, θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος από τη δικτατορία του 1967, π.χ. 
     «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο Ποιητής
         Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
                     τις ωραίες εκκλησίες
               Η Ελλάς των Ελλήνων».»
Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που ίσως περνούν απαρατήρητες. Η απομόνωση του τελευταίου στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία. Το ύφος είναι στοχαστικό στοχεύοντας στο μήνυμα και ζητώντας επαγρύπνηση από όλους σε εκείνους τους δίσεχτους καιρούς. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ποίηση κοινωνική.

                «Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι εκείνη που καλύτερα από κάθε άλλη αποδίδει την ατμόσφαιρα και το αίσθημα ενός συγκεκριμένου τόπου και μιας συγκεκριμένης εποχής: της Κατοχής και της περιόδου που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με όλα τα τραγικά για την Ελλάδα γεγονότα. Ο Αναγνωστάκης θεωρείται ο πλέον αντιπροσωπευτικός από την ομάδα εκείνη των ποιητών που αποκαλούνται πολιτικοί ή μαρξιστές ή ποιητές της ήττας ή ιδεολογικοί ή κοινωνικοί ποιητές, οι οποίοι καθορίζουν τη μία από τις τρεις κατευθύνσεις της μεταπολεμικής μας ποίησης (οι άλλες δύο είναι η υπαρξιακή και η υπερρεαλίζουσα).
http://douridasliterature.com/blank.gifΗ εποχή μας σήμερα κάθε άλλο από μεταπολεμική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εντούτοις νιώθουμε ότι τα ποιήματα του Αναγνωστάκη δεν έχουν παλιώσει, ότι μας δίνουν ένα αίσθημα σημερινό, ζωντανό, εν μέρει και κατ' επίφασιν μόνο μεταπολεμικό.
Εδώ κυρίως βρίσκεται το ενδιαφέρον της ποίησης του Αναγνωστάκη. Αν οι στίχοι της είναι, όπως γενικά πιστεύεται, τόσο πιστή έκφραση του αισθήματος της εποχής της, πως γίνεται να υπερβαίνουν τόσο αυτό το αίσθημα και το στοιχείο της ιστορικότητάς τους και να είναι και σήμερα τόσο ζωντανοί;
http://douridasliterature.com/blank.gifΔεν υπάρχει άλλος Έλληνας ποιητής με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο. Το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη.
http://douridasliterature.com/blank.gifΤο περιεχόμενο της ποίησης του Αναγνωστάκη ορίζεται από δύο βασικά συναισθήματα, από τα οποία το πρώτο είναι άσχετο με το περιεχόμενο της πολιτικής ποίησης, ενώ το δεύτερο δεν συνδέεται με αυτήν με πρώτου βαθμού σχέση: από το συναίσθημα της χαμένης αθωότητας, που είναι αποτέλεσμα της μετάβασης, ή - καλύτερα - της πτώσης, από έναν εδεμικό παιδικό χρόνο σ' έναν χρόνο διάτρητο και βασανιστικό και από την επιθυμία της ανεύρεσης του αληθινού προσώπου του ανθρώπου, το οποίο έχει επικαλυφθεί από τις ανάγκες της προσαρμογής στην εκπεπτωκυία πραγματικότητα.
http://douridasliterature.com/blank.gifΑπό τα δύο αυτά βασικά συναισθήματα απορρέουν οι επιμέρους διαθέσεις της ποίησης του Αναγνωστάκη: η τυραννία της μνήμης, η ερωτική επιθυμία και η αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος, η οδύνη της μοναξιάς και η επιθυμία καταστολής της με τη συμμετοχή και σε συλλογικότερες εκφράσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση μιας σύγκρουσης που κάποτε - ουδέποτε όμως φανερά - εμφανίζεται με τη μορφή του ιδεολογικού αγώνα.
http://douridasliterature.com/blank.gifΗ ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντά της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος. ένα φως που διαποτίζει με ένα υπαρξιστικό χρώμα το ποιητικό του έργο. Περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του. »

Νάσος Βαγενάς Ποιητής, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών