Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"

Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» (1921)
Η μπαλάντα αυτή ανήκει στην ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη Νηπενθή (1921). Ο τίτλος συνοψίζει το κύριο θέμα του ποιήματος. Τα σταθερά θεματικά σημεία αναφοράς του είναι η αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και αδιέξοδη σχέση της με την πραγματικότητα, η ειρωνική και σαρκαστική προβολή της συμβατικότητάς της, η υπαρξιακή αγωνία και ματαίωση του κοινωνικά περιθωριοποιημένου ποιητή.
Εντοπίζουμε στο ποίημα αντιθέσεις οι οποίες στηρίζουν τη θεματική του και ταυτόχρονα αισθητοποιούν την καρυωτακική ειρωνεία. Η βασική αντίθεση αφορά στην αντιπαράθεση των δυο ποιητικών κόσμων του συνθέματος: ένδοξοι - άδοξοι ποιητές. Οι καταξιωμένοι στην ποιητική τέχνη ποιητές Verlaine, Hugo, Poe και Baudelaire αντιπαραβάλλονται με τους ανώνυμους, δηλαδή μη αναγνωρισμένους ποιητές. Με την επιλογή αυτή του Καρυωτάκη γίνεται σαφής αναφορά στη συνάρτηση Ζωή & Τέχνη.
Ο Καρυωτάκης υπό την επήρεια του γαλλικού συμβολισμού επιλέγει τον τύπο του καταραμένου ποιητή, ο οποίος είναι σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα
πραγματικότητα, κυριαρχείται από ολέθρια πάθη και συνθέτει το έργο του αναλώνοντας τον εαυτό του. Είναι ποιητές οι οποίοι αρνήθηκαν να ενταχθούν στις κοινωνικές συμβάσεις «εξέπεσαν» (στ. 2) και «έζησαν […] δυστυχισμένοι» (στ. 9), «εζήσανε νεκροί» (στ. 10), σε καλλιτεχνικό όμως επίπεδο τους έχει χαριστεί η «η Αθανασία» (στ. 11), είτε για την πλούσια «ρίμα» τους (στ. 4) είτε γιατί το έργο τους τελικά επιβιώνει και αναγνωρίζεται καλλιτεχνικά.
Άλλη ισχυρή αντίθεση την οποία εντοπίζουμε είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στον «κόσμο» (κοινωνία) και στους άδοξους ποιητές. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης: «η καταφρόνια τους βαραίνει» (στ 17) κι υπονοεί πως η περιφρόνηση του κόσμου έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική τους κατάσταση και παρακάτω (στ. 22) η επίγνωση πως όλοι τους ξεχνούνε.
Οι ποιητές αυτοί έχουν την «τραγικήν απάτη» (στ. 19) ότι η αναγνώριση («Δόξα», στ. 20), θα έλθει κάποτε. Την ιδιότυπη καρυωτακική ειρωνεία ενισχύει η διαφοροποίηση ανάμεσα στην κατάσταση του τώρα, όπου οι ποιητές περνούν «αλύγιστοι και ωχροί» (στ. 18) και του μετά όπου «[…] η Δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστη ιλαρή» (στ. 20-21).
Στον τελευταίο στίχο κάθε στροφής δραματοποιείται η συναισθηματική ένταση του ποιητή. Ενώ αρχικά θεωρούμε πως ο Καρυωτάκης διαφοροποιείται σε σχέση με τους άδοξους ποιητές, κατονομάζοντάς τους «στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε» (στ. 14) κι αλλού ειρωνεύεται τις απατηλές προσδοκίες τους (περί Δόξας), επιλέγει να αφιερώσει σε αυτούς κι όχι στους ένδοξους ποιητές τη μπαλάντα του. Η φωνή του τότε μοιάζει σαν φωνή διαμαρτυρίας που φτάνει στον αυτοσαρκασμό συμπάσχει και η μπαλάντα του γίνεται «λυπητερή» (στ. 7) και «θλιβερή» (στ. 23).
Στο χαμηλόφωνο εξομολογητικό του τόνο, στο τέλος του ποιήματος, διακρίνουμε την επιθυμία του να διασωθεί και να μνημονευτεί κάποτε το έργο του (στ. 25-26). Στην αυτοσαρκαστική του διάθεση, η οποία εκφράζεται με τον χαρακτηρισμό της μπαλάντας «πενιχρή» (στ. 27), διακρίνουμε την απαισιόδοξη και αρνητική του διάθεση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα και το έργο του, η οποία υποβάλλεται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου.
Ο χαμηλόφωνος λυρισμός του ποιήματος, η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου, η αίσθηση πίκρας και απογοήτευσης του ποιητή, παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «γενιάς του 1920» στην οποία ο Καρυωτάκης εντάσσεται γραμματολογικά.24
Στο ποίημα διακρίνουμε πλούτο εκφραστικών μέσων: παρομοιώσεις λ.χ. «σαν άρχοντες που εξέπεσαν», μεταφορές λ.χ. «μαραίνονταν οι Βερλαίν», «πλούτος η ρίμα»,
οξύμωρο λ.χ. «εζήσανε νεκροί», προσωποποιήσεις λ.χ. «η Δόξα […] παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή», συνεκδοχή: η «ρίμα» αντί η «ποίηση» και επαναλήψεις.
Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με ανάμειξη τύπων της καθαρεύουσας λ.χ. εξέπεσαν, ανιστορεί, έρεβος, ιλαρή, πενιχρή κλπ. Η μουσικότητα του ποιήματος δημιουργείται με το σταθερό ιαμβικό του ρυθμό (στίχοι ιαμβικοί εντεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι), με τα στροφικά του συστήματα, με την πλούσιά του ομοιοκαταληξία.
Ο Καρυωτάκης δεν πραγματεύεται μεγάλα ιδανικά, ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο. Στο ποιητικό του σύμπαν δεν υπάρχουν εκλεκτοί και εμπνευσμένοι δημιουργοί. Η φωνή του είναι φωνή διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστική. Το ύφος του είναι χαμηλότονο, ο μελαγχολικός λυρισμός (απήχηση της ποίησης των «καταραμένων ποιητών») συνυπάρχει με τον σαρκασμό. Οι ποιητικοί του χαρακτήρες είναι σε δυσαρμονία με το κοινωνικό περιβάλλον.

Η βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη

Ο Άγρας αναζητεί τη βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη. Και κάνει τις εξής διαπιστώσεις: «Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει• η απουσία των ωραίων πραγµάτων, η απουσία των σπάνιων πραγµάτων, η απουσία των µεγάλων πραγµάτων, η απουσία -έστω- των τραγικών. Η µονοτονία και η πεζότης της ζωής. Μ’ άλλους λόγους, είναι ροµαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την οµορφιά, την καθαυτό πραγµατικότητα -έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρηµένην». Με βάση αυτή τη ροµαντική καταβολή ο Άγρας εξηγεί (κάπως, θα έλεγα, ροµαντικά) την πορεία και την εξέλιξη του Καρυωτάκη προς τη σάτιρα. Μπορούσε, λέει, να πλάσει, απογοητευµένος από τα πραγµατικά, την ψευδαίσθησή του: µιαν Εδέµ, ένα Ελντοράντο, µιαν Ουτοπία, τον ελεφάντινο πύργο του• αντ’ αυτού, έγινε ρεαλιστής. Μπορούσε να γίνει, όπως άλλοι ροµαντικοί, µελαγχολικός• αυτός έγινε τραγικός. Μπορούσε να φιλοσοφήσει, να γίνει φιλόσοφος• έγινε σατιρικός• έτσι, αντί να εξιδανικεύσει λ.χ. τη γυναίκα, ο Καρυωτάκης τη σαρκάζει. Ο Άγρας ρωτάει καταλήγοντας και απαντάει: «Ποιο συναίσθηµα περιµένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». (Η σάτιρα αυτή, κατά τον Άγρα, ασκείται εκείνα τα χρόνια από το νέο τόπο του λογοτέχνη, που είναι υπάλληλος.)