Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018


ΝΙΚΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ  Σοροκάδα
Μύθος του διηγήματος Σοροκάδα
Είναι προφανές ότι δραματικός χώρος του αφηγήματος είναι η Ρόδος και μάλιστα ο μόλος του Άι Νικόλα, όπου συνήθιζε να κολυμπάει ο συγγραφέας-αφηγητής και στον πυθμένα του οποίου υπάρχουν τα συντρίμμια του αμερικανικού καταδρομικού.
  Με ανάδρομη αφήγηση ο συγγραφέας μας περιγράφει το ναυάγιο του πολεμικού πλοίου, το οποίο ανήκε στον έκτο αμερικανικό στόλο, ο οποίος, ως γνωστόν, είχε επιχειρησιακή δράση στη Μεσόγειο. Πραγματοποιούσε επίσκεψη καλής θελήσεως, όπως τονίζει ειρωνικά ο αφηγητής και είχαν γίνει οι σχετικές ετοιμασίες στο λιμάνι για να υποδεχθούν τους Αμερικάνους. Μάλιστα αναφέρει και την άφιξη των γυναικών των αξιωματικών που «νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων», για να τονίσει την εντύπωση που προκαλεί η συμπεριφορά τους και μάλιστα «σα μαζευτούνε πολλές».Δεν παραλείπει να τονίσει και τα οικονομικά οφέλη που θα είχαν οι ιδιοκτήτες των μπαρ, γι` αυτό  και άλλαξαν τις ονομασίες τους «για την περίσταση» και έφεραν και κοινές γυναίκες από τον Πειραιά. Οι Αμερικανοί ναύτες ξοδεύουν πολλά χρήματα για διασκεδάσεις. Αυτή τους ακριβώς την αδυναμία εκμεταλλεύονται οι ιδιοκτήτες των μπαρ και γι` αυτό προετοιμάζονται κατάλληλα για την «εκλεκτή» πελατεία τους.
  Το απόγευμα της ημέρας της άφιξης του πλοίου άρχισε να φυσάει δυνατός σορόκος (νότιος ή νοτιοανατολικός άνεμος). Το λιμεναρχείο εξέδωσε απαγορευτικό και οι Έλληνες ναυτικοί απέσυραν τα πλοία τους σε απάνεμα λιμάνια. Ο λιμενάρχης ειδοποίησε τον Αμερικανό καπετάνιο να ακολουθήσει τους κανονισμούς ασφαλείας (το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά του λιμανιού, όχι στην αποβάθρα) . Αυτός όμως αγνόησε τη δύναμη των στοιχείων της φύσεως, εμμένοντας αλαζονικά στους κανονισμούς του Αμερικανικού ναυτικού.
   «Με το σούρουπο φρεσκάρισε η σοροκάδα, η οποία παρέσυρε το πλοίο, σπάζοντας τις αλυσίδες και τις άγκυρες και το πέταξε στα βράχια του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικανοί ναύτες σώθηκαν με τη βοήθεια των ντόπιων.
  Σε δυο τρεις μήνες, το πλοίο το διέλυσαν, ενώ στο βυθό της θάλασσας υπάρχουν ακόμα καλώδια και λαμαρίνες.
Τελειώνοντας την ιστορία του καραβιού ο συγγραφέας με την αναδρομική αφήγησή του (στο παρελθόν) ξαναγυρίζει στο «τώρα», από κει που ξεκίνησε χρονικά και τοπικά: «Αν κοιτάξεις…καλώδια».

Γ. Θεματικός άξονας του αφηγήματος
Είναι το ναυάγιο του πολεμικού πλοίου του Αμερικανικού έκτου στόλου, που οφείλεται στην υπερφίαλη στάση του καπετάνιου που αψήφησε τα στοιχεία της φύσεως, περιφρονώντας τις υποδείξεις του λιμεναρχείου και δίδοντας υπερβολική πίστη στους κανονισμούς του αμερικανικού ναυτικού.
   Επομένως το διήγημα επαναφέρει την πανάρχαια ελληνική αντίληψη της ύβρεως και της συνακόλουθης νέμεσης. Κύρια ιδέα της αρχαίας τραγωδίας είναι πως ο άνθρωπος δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα όριά του και να συγκρουστεί με τους θεούς ή τη φύση, με υπέρτερες δυνάμεις. Τότε επέρχεται η τίση,  η τιμωρία (παράβαλε την τιμωρία του Κρέοντα στην Αντιγόνη), είναι η κάθαρση που αποκαθιστά τη διασαλευθείσα ηθική τάξη του κόσμου. Στο διήγημά μας η τιμωρία είναι το ναυάγιο και η ταπείνωση του υπερόπτη κυβερνήτη. Παράλληλο απτό παράδειγμα η τιμωρία του περσικού στόλου και του Ξέρξη στην τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου, ο οποίος θέλησε να περιβάλει με σφυρήλατα δεσμά (πέδαις σφυρηλάτοις) τον Ελλήσποντο και να σταματήσει το θεϊκό ρεύμα του Βοσπόρου (Βόσπορον ρόον θεού) παρά τη θέληση των Θεών.  «Στην αισχύλεια σύλληψη του κόσμου είναι τα δεινά που αλλάζουν πρόσωπο».
  Προς τούτοις εκδηλώνεται και η σχέση ανθρώπου-φύσης. Παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος κατόρθωσε να δαμάσει το φυσικό κόσμο, το διήγημα μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε την αρχέγονη δράση της φύσεως που ανατρέπει τα περήφανα σχέδια του ανθρώπου. Αυτό είναι το ύψιστο μάθημα της ζωής.

Δ. Η ανθρωπολογία του διηγήματος
 Στο μέσον περίπου της αφήγησης κι ενώ η σοροκάδα σαρώνει τα πάντα στο νησί, όταν έχει εξαρθεί το ενδιαφέρον μας για την εξέλιξη του μύθου, ο αφηγητής σκηνοθετεί την είσοδο του κύριου ήρωα. Τότε προβαίνει στο προσκήνιο ο Αμερικανός, υπερφίαλος υψώνει το ανάστημά του στην παντοκρατόρισσα θάλασσα. «Μόνο ο Αμερικάνος απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο» (=αγκυροβολημένος στ` ανοικτά της θάλασσας), αψηφώντας τις εκκλήσεις των αρμοδίων, οι οποίοι απερίφραστα πλέον του διαμηνύουν «η σοροκάδα δε σηκώνει λεβεντιά» (ξιπασιά, τσαμπουκά, νταηλίκια). Όμως εκείνος, όντας έμπειρος καπετάνιος, έχει υπέρμετρη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, στην επιστημοσύνη του, την τελειότητα των μηχανικών κατασκευών, αγνοεί τις υποδείξεις του λιμεναρχείου. «Κούνησε τους ώμους» με την αλαζονεία που εκτρέφει η πολεμική ισχύς της υπερδύναμης. Η αντίδρασή του για την αντιμετώπιση της καταιγίδας έγκειται, όχι στη μετακίνηση του πλοίου, αλλά σε επί πλέον μέτρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς: «οι κανονισμοί του προβλέπανε πως με τέτοιο καιρό έπρεπε να ` φουνταρισμένος.. για να`χει ατμό». Σκιαγραφώντας δραματικά το χαρακτήρα του προσώπου μέσα από τις ενέργειές του ο αφηγητής συνθέτει την ηθογραφία του με την αποκάλυψη των μύχιων διαλογισμών του, που εκφράζουν τον τρόπο του σκέπτεσθαι, τη φιλοσοφία ζωής που τον διέπει· κι εδώ συντελείται η ύβρις «αλίμονο αν άλλαζαν αραξοβόλι τ` αμερικάνικα πολεμικά με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη· τι τους είχανε τους κανονισμούς». (Παράβαλε στους Πέρσες του Αισχύλου το διακείμενο: «Ζευς τε κολαστής των υπερκόμπων άγαν φρονημάτων έπεστιν, εύθυνος βαρύς»). Ο Αμερικανός όχι μόνο παραβαίνει τους ναυτικούς κανονισμούς της Ελλάδας, αλλά περιφρονεί και τη χώρα και το λαό της, πάσχοντας από το σύνδρομο της υπεροχής των ισχυρών του κόσμου έναντι των μικρών λαών (υπεροψίαν και μέθην είχε ο Δαρείος, θα σχολίαζε ο Καβάφης).
     Ο ντόπιος λιμενάρχης στη σκέψη του Αμερικάνου μπορεί να σημαίνει ιθαγενής που τόλμησε να δώσει οδηγίες στον κυβερνήτη ενός καταδρομικού μιας χώρας που διαφεντεύει τις τύχες του κόσμου. Όμως περιφρονεί το φυσικό δίκαιο, τη φύση, η οποία ως θεία νέμεσις αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα ισορροπία. Σαμποτάρει τον εισβολέα στον ιερό της χώρο, αργά αλλά σταθερά: «δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα το μπόντζι (=κλυδωνισμό) ξεκλείδωσε τη μια καδένα και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο `να σίδερο». Ακολουθεί η συντριβή του πλοίου στα βράχια. Ο κυβερνήτης τελικά είναι ο υπαίτιος αυτής της ναυτικής τραγωδίας.
Με καίριες πινελιές, ειρωνικά εικονογραφούνται, εξάλλου, και οι Αμερικανοί γενικότερα. Η φράση «επίσκεψη καλής θελήσεως», στη γλώσσα της πολιτικής δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά επισκέψεις πολιτικών ηγετών ή πολεμικών πλοίων που αποσκοπούν στην επίδειξη ισχύος και του αμερικανικού ηγεμονισμού ανά την υφήλιο. Αρνητικά, επίσης σχολιάζεται η έλευση των Αμερικανίδων στο νησί, ο λόγος τους ηχεί ανοίκειος και παράδοξος στο νησιωτικό χώρο της Ελλάδας. Δηκτική είναι η αναφορά του αφηγητή στους Έλληνες κατοίκους του νησιού, ιδιαίτερα τους επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες των μπαρ που κάνουν τα πάντα, προκειμένου να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους την επίσκεψη των Αμερικανών: «To λιμάνι είχε ετοιμαστεί να καλοδεχθεί τους Αμερικάνους». Κατ` αρχήν οι μετανομασίες στις επιγραφές των μπαρ σε Black Cat, Rio Grande, Long John και κατά δεύτερο λόγο η δουλοπρέπεια έναντι των ξένων στους οποίους προσφέρουν όλων των ειδών τις «υπηρεσίες» (κορίτσια από τον Πειραιά), πιστοποιούν τη γενικότερη αλλοτρίωση και έκπτωση των πολιτιστικών αξιών που αρχίζει τότε και ολοκληρώνεται στις μέρες μας.
     Ίσως από μια άλλη σκοπιά κύριο πρόσωπο να είναι ο αφηγητής. Προφανής δια γυμνού οφθαλμού είναι η στάση ζωής και οι αξίες που πρεσβεύει ο συγγραφέας-αφηγητής. Ο έντονος αντιαμερικανισμός του δηλώνει το διάχυτο αίσθημα του ελληνικού λαού έναντι της αμερικανικής ηγεμονίας και της πολιτικής ή άλλης εξάρτησης από την υπερδύναμη.5 Παρόμοια είναι και τα αισθήματα των άλλων Ροδίων για την αλλοτρίωση, την προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας με τη φαλκίδευση της ελληνικής γλώσσας που σημαίνει εν τέλει αυτή η προβολή του πολιτικού ιμπεριαλισμού. Όμως οι ντόπιοι σπεύδουν να σώσουν τους αμερικανούς ναύτες από βέβαιο πνιγμό με μια μεγαλοψυχία όντως ελληνική και πληρώνουν αναιτίως φόρο αίματος στην αλαζονεία του κυβερνήτη με το θάνατο του δύτη.
     Εάν θεωρήσουμε το επεισόδιο, την ιστορία του ναυαγίου ως ένα δράμα, όπου, όπως στην αρχαία τραγωδία λειτουργεί το σχήμα ύβρις-άτη-νέμεσις, τότε ο κύριος ήρωας, ο κυβερνήτης, πλαισιώνεται από όλα τα πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία, εν είδει τραγικού χορού. 

Ε. Ο διφυής χαρακτήρας του διηγήματος
 Η Σοροκάδα είναι ένα θαλασσινό διήγημα που μπορεί να ενταχθεί στη συλλογή Σπιλιάδες και θυμίζει ανάλογα διηγήματα του Α. Καρκαβίτσα, όπως τα Λόγια της πλώρης. Το ναυτικό λεξιλόγιο, οι εξαίσιες περιγραφές της θάλασσας, ο τόπος, που είναι ένα λιμάνι, το θέμα, ένα ναυάγιο, ο θαλασσινός αφηγητής το πιστοποιούν. Όμως το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται σε μια συλλογή χρονικών με τίτλο Το έλος, τα οποία ενέχουν σαφώς πολιτικό χαρακτήρα.6 Στη Σοροκάδα είναι εμφανής η πολιτική διάσταση, διότι ο αφηγητής αναφέρεται ειρωνικά στους Αμερικανούς όπως «επίσκεψη καλής θελήσεως» «δε γινόταν καλύτερη φροντίδα, αλίμονο», «Τι τους είχανε τους κανονισμούς!» Και όλο το επεισόδιο καταγγέλλει την αλαζονεία του Αμερικανού πλοιάρχου που περιφρονεί τις υποδείξεις του λιμεναρχείου, συγκρούεται με τη φύση και το καράβι του, ίνδαλμα του τεχνικού πολιτισμού και της αμερικανικής ισχύος, συντρίβεται άδοξα στα βράχια. Επομένως η σύγκρουση με τη Φύση εξελίσσεται σε αντιπαράθεση πολιτική.

Στ. Αφηγηματική τεχνική
 1. Οι δύο ιστορίες του διηγήματος και η σύνδεσή τους με την αφήγηση.
 Στη Σοροκάδα επισημαίνουμε δύο ιστορίες. Είναι κατ` αρχήν η προσωπική ιστορία του αφηγητή που συνηθίζει να κολυμπά σ` ένα χαμηλό μόλο, σιμά στο φανάρι του Άι Νικόλα. Αναφέροντας (ο αφηγητής) ότι στον πάτο της θάλασσας υπάρχουν κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες περνάει στην άλλη, στην κύρια ιστορία που εγκιβωτίζεται στην πρώτη και είναι το ναυάγιο του αμερικανικού καταδρομικού.  «Οι δύο ιστορίες συνδέονται αναχρονιστικά με την αφήγηση και επικοινωνούν με μια ανάληψη: κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες».
Ο χρόνος της πρώτης είναι γενικός, εκφράζεται με ρήματα χρόνου ενεστώτα, της δεύτερης δηλώνεται συχνά: το απόγιομα, το σούρουπο, την άλλη μέρα, δύο τρεις μήνες και συντελείται με ρήματα ιστορικού χρόνου. Και στις δύο ιστορίες θεματικός άξονας είναι η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα, όταν φυσά νοτιοανατολικός άνεμος (σοροκάδα).
2. Ο αφηγητής 
  Στο διήγημα ο αφηγητής αναλαμβάνει δύο ρόλους. Είναι ήρωας της πρώτης ιστορίας, γνωρίζει το συμβάν με το αμερικανικό πλοίο, ίσως και ως αυτόπτης μάρτυς. Στη δεύτερη δεν συμμετέχει, αλλά ο ρόλος του είναι καθοριστικός: Μας περιγράφει το χώρο, μας μιλά για τα πρόσωπα, σχολιάζει τα γεγονότα, διαμορφώνει την εξέλιξη του μύθου.
  Στην α΄ ενότητα του διηγήματος ο αφηγητής (πρωταγωνιστής της ενότητας) ξεκινά από το παρόν, τα συντρίμμια του πλοίου στο βυθό της θάλασσας, που λειτουργεί ως προσήμανση για το ναυάγιο. Στη συνέχεια με αναδρομή στο παρελθόν μας αφηγείται το περιστατικό του ναυαγίου και στην τελευταία παράγραφο επανέρχεται στο παρόν κλείνοντας κυκλικά με τις ίδιες φραστικές επισημάνσεις.
  Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και τα τρία πρόσωπα στην αφήγησή του. Αρχίζει με το β΄ πρόσωπο «πρέπει να ξαπολυθείς για να πας στην άκρη του» που προσδίδει αμεσότητα στο κείμενο ανοίγοντας δίαυλο επικοινωνίας με τον αναγνώστη και μετά γυρίζει στο α πρόσωπο (τρίτη παράγραφος) και αναφέρεται στο ναυάγιο και εν συνεχεία εξιστορεί το περιστατικό με τριτοπρόσωπη αφήγηση, κρατώντας απόσταση ασφαλείας από τα δρώμενα. Στον επίλογο επανέρχεται στο β΄ πρόσωπο επιμένοντας στην αληθοφάνεια  της ιστορίας, αφού μπορείς με το βυθοσκόπιο να δεις τα απομεινάρια του καραβιού.
  Βασικά όμως έχουμε τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή και η εστίαση είναι μηδενική εν γένει. Οι σκέψεις όμως του κυβερνήτη «δε γινόταν καλύτερη φροντίδα…» συνιστούν εσωτερικό μονόλογο που αποκαλύπτουν τη νοοτροπία και το ήθος του προσώπου.
 3.Η λειτουργία του πλάγιου λόγου 
Η δραματικότητα της αφήγησης επιτυγχάνεται και χάρη στην τεχνική του ελεύθερου πλαγίου λόγου, που αντικαθιστά το διάλογο σε κρίσιμες στιγμές του μύθου. Ο συγγραφέας αποφεύγει να παρουσιάσει απ` ευθείας τη συνομιλία λιμεναρχείου και αμερικανού καπετάνιου, που θα έπρεπε να υπακούει στους κανόνες της τυπικής επικοινωνίας,  χωρίς να αποκαλύπτει τις βαθύτερες σκέψεις των προσώπων. Αντίθετα, επιλέγει να προβάλει την αντίθεση στη στάση των ντόπιων και των Αμερικανών απέναντι στη φύση και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ τους με τα σχόλια που μεταφέρει  πλάγια, συνδυάζοντας τη φωνή του αφηγητή και των προσώπων. Έτσι, μεταφέροντας τη σκέψη του λιμενάρχη, ο αφηγητής σχολιάζει τη διαταγή του λιμεναρχείου: «η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά» ενώ πιο κάτω, χωρίς να διακόπτει την τριτοπρόσωπη αφήγηση αποδίδει σε  ελεύθερο πλάγιο λόγο την αλαζονική σκέψη του Αμερικανού καπετάνιου «δεν γινόταν….τους κανονισμούς». Έτσι ο αναγνώστης έχει άμεση πρόσβαση στις σκέψεις του ήρωα.
4. Χρόνος ιστορίας και χρόνος αφήγησης  
Στοιχείο που συμβάλλει στην ένταση και τη δραματικότητα του κειμένου είναι η χρήση του αφηγηματικού χρόνου. Καθώς στην αφήγηση συναντούμε δύο ιστορίες έχουμε αντίστοιχα και δύο χρόνους ιστορίας: ο ένας αφορά στην πρωτοπρόσωπη ιστορία του αφηγητή, που βρίσκεται πιο κοντά στο παρόν του αναγνώστη, ενώ ο άλλος αφορά στην ιστορία του αμερικάνικου καταδρομικού που διαρκεί 2-3 μήνες στο παρελθόν της πρώτης ιστορίας. Η πρώτη ιστορία κατέχει το 1/5 περίπου του κειμενικού χώρου (10 γραμμές) και δίνεται με τη μορφή της περιληπτικής επαναληπτικής αφήγησης, παρόλο που διαρκεί περισσότερο στον αντικειμενικό-ιστορικό χρόνο (εφόσον αποδίδει το χώρο και τις συνήθειες του αφηγητή) σε σχέση με τη δεύτερη ιστορία που διαρκεί 2-3 μήνες στο παρελθόν, όπως την προσδιορίζει ο αφηγητής. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η διαδικασία της αφήγησης διαφοροποιεί ήδη από την αρχή, το χρόνο τον κειμενικό σε σχέση με τον εξωκειμενικό-φυσικό χρόνο.
     Η δεύτερη ιστορία, της οποίας η αφήγηση ακολουθεί τη σειρά των γεγονότων, ξεκινά με περίληψη –σε υπερσυντέλικο χρόνο- (9 γραμμές) των προετοιμασιών για υποδοχή του καταδρομικού. Αυτές σε πραγματικό χρόνο διήρκεσαν πολύ περισσότερο από το συγκεκριμένο περιστατικό της απογευματινής σοροκάδας, που στο χρόνο της αφήγησης θα διαρκέσει περισσότερο, καθώς αποτελεί το κεντρικό επεισόδιο του διηγήματος. Η αφήγηση της επίδρασης της σοροκάδας γίνεται σε χρόνο αόριστο με σύντομες, κοφτές προτάσεις που αποδίδουν την ένταση και τη γοργότητα του φαινομένου, αλλά σε σχέση με την περιληπτική απόδοση των προηγουμένων χαρακτηρίζεται από την επιβράδυνση στο χρόνο, και την κειμενική έκταση (25 γραμμές).
Αντίθετα η τελευταία ενότητα (10 γραμμές) χαρακτηρίζεται από την επιτάχυνση της αφήγησης, καθώς η εικόνα του ναυαγίου αποδίδεται συνοπτικά με τους χρονικούς προσδιορισμούς  «την άλλη μέρα» και «2-3 μήνες» . Τέλος, η αφήγηση επανέρχεται στην τελευταία πρόταση στο αφηγηματικό και αναγνωστικό παρόν με τον ενεστώτα διαρκείας («βλέπεις ακόμα») που αφορά στα μοναδικά απομεινάρια του ναυαγίου («παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια») λέξεις-κλειδιά για το πέρασμα από την πρώτη ιστορία στη δεύτερη. Και τώρα  πάλι πίσω. Με τις αφηγηματικές αυτές διαπηδήσεις και τη διαστολή και συστολή του αφηγηματικού χρόνου ο συγγραφέας προσδίδει στο κείμενό του ενάργεια και δραστικότητα, αντίστοιχη της σοροκάδας, που λειτουργεί έτσι συμβολικά τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και αφήγησης.

Ζ. Ρεαλισμός και ειρωνεία στη Σοροκάδα.
Ήδη αναφέραμε πως ο Κάσδαγλης με τη μέθοδο ενός ρεαλιστή απεικονίζει πρόσωπα και γεγονότα δημιουργώντας βαθιές εντυπώσεις χωρίς εξωραϊσμούς. Τα πρόσωπα  ηθογραφούνται με νατουραλιστικές πινελιές: ο υπερόπτης πλοίαρχος, οι Αμερικανίδες, οι κερδοσκόποι ιδιοκτήτες των μπαρ. Λιτή και παραστατική η σκηνή της τραγωδίας σε τέσσερις γραμμές («βάρεσε…μισοπνιγμένους)», καθώς και η έξοχη περιγραφή του ναυαγισμένου πλοίου, («τ` αμερικάνικο…είχε πεθάνει πια»), που αποδίδεται σχεδόν φωτογραφικά. Άλλα ενδεικτικά στοιχεία νατουραλισμού: τα κορίτσια από τον Πειραιά, οι Αμερικανοί, που πηδούσαν σαν μπαμπακάκια(=βάτραχοι).
Ανιχνεύουμε προσέτι την ειρωνεία που εξικνείται ως το σαρκασμό. Ξεκινώντας από τον πολιτικό υπαινιγμό με την επίσκεψη καλής θελήσεως, μ` εκείνο το «κάπως έτσι το λένε θαρρώ», υπονομεύει και εξουδετερώνει την καλή θέληση της υπερδύναμης. Η ειρωνεία  επιτείνεται με τις Αμερικανίδες που ήρθαν με το ίδιο πλοίο με τα κορίτσια, ταυτίζοντάς τες έμμεσα μαζί τους. Ειρωνεύεται τους ιδιοκτήτες κέντρων διασκέδασης που νοθεύουν την εθνική φυσιογνωμία του νησιού με την αλλαγή των ονομάτων. Η ειρωνεία αγγίζει κατ` εξοχήν τον ήρωα με τους αλαζονικούς διαστοχασμούς του και την τιμωρία του και κορυφώνεται στην επιλογική φράση: «Το κουφάρι απόμεινε τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου για να δοξάζει τους κανονισμούς».

Η. Σχέση ανθρώπου -φύσης.
  Στο διήγημά μας το ενδιαφέρον εστιάζεται και στη σχέση ανθρώπου-φύσης. Η σχέση αυτή εμφαίνεται σε δύο παράλληλες και αντιθετικές πορείες. Είναι κατ` αρχήν η σχέση που εξελίσσεται μεταξύ του αφηγητή - κολυμβητή  και της θάλασσας. Στο νησί, όταν η σοροκάδα –νοτιοανατολικός άνεμος- κυριαρχεί, δημιουργεί ειδικές συνθήκες, αφού το νησί απομονώνεται και δεν υπάρχει ούτε ατμοπλοϊκή ούτε αεροπορική επικοινωνία. Ο αφηγητής αποδέχεται τη δαιμονική ορμή της θάλασσας, παίζει μαζί της αναπτύσσοντας μια ευδαιμονιστική, ερωτική σχέση, προφυλάσσοντας τον εαυτό του από τη μανία της σοροκάδας, γνωρίζοντας τα όριά του, δεν υπερβαίνει το σύνορο ασφάλειας, κολυμπά μέχρι το μόλο. Οι κάτοικοι του νησιού κινούνται στο ίδιο πλαίσιο. Γνωρίζοντας ότι η θύελλα θα ξεσπάσει, συμμορφώνονται με τις εντολές του λιμεναρχείου και μετακινούν τα πλοία, μικρά και μεγάλα («το λιμάνι άδειασε μεμιάς…»)
   Η άλλη πορεία είναι αυτή που επιλέγει ο αμερικανός πλοίαρχος, ο οποίος συγκρούεται και αντιμάχεται τις φυσικές δυνάμεις.
   Ο μύθος του διηγήματος μας παραπέμπει σε μια γενικότερη θεώρηση της σχέσης ανθρώπου-φύσης στην ιστορία του κόσμου. Ο homo sapiens στη διαιώνια πορεία του κατόρθωσε με την επιστήμη και την τεχνολογία να δαμάσει τα στοιχεία της Φύσεως, ν` αποκαλύψει τα επτασφράγιστα μυστήριά της, να εκπορθήσει το σύμπαν, να διαπορευθεί ποντοπόρος στις θάλασσες σε υπερατλαντικά ταξίδια, να ερευνήσει τον πλούτο της υδρόβιας ζωής, κατόρθωσε να αναγνώσει το βιβλίο της ζωής και να αποκωδικοποιήσει το γενετικό κώδικα. Κατάφερε να διανοίξει τους πληροφοριόδρομους στον κυβερνοχώρο που προετοιμάζει μια νέα οικολογία του ανθρωπίνου πνεύματος. ΄Όμως το επιμύθιο του διηγήματος εκπέμπει ευκρινές σήμα· το αμερικάνικο αντιτορπιλλικό ναυάγησε σε ελάχιστη ώρα, γιατί ο καπετάνιος περιφρόνησε την ορμή της σοροκάδας, τη δύναμη τη Φύσης.( Παράβαλε το ναυάγιο του Τιτανικού).
   Συνδηλώνει ακόμα ότι σήμερα η υπαρξιακή σχέση φύσης-ανθρώπου έχει διαταραχθεί σε υπέρτατο βαθμό. Με την υβριστική μας πλεονεξία ανατρέψαμε την οντολογική αρμονία του κόσμου. Το προμηθεϊκό πάθος της επιστήμης και της τεχνολογίας επιφέρει τον αφανισμό της βιόσφαιρας και την αυτοχειρία της οικουμένης. Ξεχάσαμε ότι το Σύμπαν μας υπερβαίνει  και υποθηκεύσαμε το μέλλον της ανθρωπότητας, αγνοώντας το πολυδιάστατο νόημα που έχει η παρουσία μας στο περιβάλλον.

Ερωτήσεις

1. Να περιγράψετε και να σχολιάσετε την κατάσταση που δημιουργείται στο νησί με την επίσκεψη του αμερικανικού πλοίου.
Η επίσκεψη του αμερικανικού πλοίου στη Ρόδο ωθεί τους κατοίκους να προετοιμαστούν κατάλληλα προκειμένου να εκμεταλλευτούν οικονομικά την ευκαιρία αυτή. Οι ιδιοκτήτες των μπαρ έφεραν εκδιδόμενες γυναίκες από τον Πειραιά, μιας και θα κυκλοφορούσαν στην πόλη οι Αμερικανοί ναύτες και θα υπήρχε αυξημένη ζήτηση για τέτοιου είδους ερωτικές επαφές. Ενώ, κάποια μπαρ που είχαν ελληνικό όνομα το άλλαξαν για την περίσταση σε αγγλόφωνο, ώστε να είναι πιο οικεία στους Αμερικάνους επισκέπτες. Παρατηρείται, επομένως, μια κερδοσκοπική τάση, εφόσον ήταν σαφές πως το πλήρωμα του πλοίου θα ήθελε να διασκεδάσει με ποτά και γυναίκες, και θα ήταν, άρα, πρόθυμο να πληρώσει καλά γι’ αυτές τις υπηρεσίες. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί πως η προθυμία των ντόπιων κατοίκων να προχωρήσουν σε αρκετές αλλαγές για χάρη των Αμερικάνων φανερώνει και μια τάση δουλοπρέπειας, αφού δεν διστάζουν, όχι μόνο να μετονομάσουν τα μαγαζιά τους για να προσελκύσουν τους προσωρινούς αυτούς επισκέπτες, αλλά και να φέρουν ακόμη και ιερόδουλες για την ικανοποίηση των σεξουαλικών τους αναγκών.  
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν στον αφηγητή οι γυναίκες των αξιωματικών που είχαν φτάσει στην πόλη από την παραμονή της άφιξης του πλοίου και της έβρισκε κανείς στα σαλόνια των ξενοδοχείων να μιλούν αδιάκοπα μεταξύ τους, δημιουργώντας μια αλλόκοτη αίσθηση με τους τρόπους και την διαφορετική ομιλία τους.

[Η άφιξη του αμερικανικού πλοίου θα πρέπει να τοποθετηθεί κάποια στιγμή μετά το 1948, οπότε και πραγματοποιήθηκε η απελευθέρωση της Ρόδου από τους Ιταλούς. Η αναφορά στο γεγονός πως επρόκειτο για μια επίσκεψη «καλής θελήσεως» εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της ειρωνείας, λόγω των ιστορικών συνθηκών εκείνης της εποχής. Ειδικότερα, ήδη από το 1947 οι Αμερικάνοι είχαν αποφασίσει να στηρίξουν οικονομικά την Ελλάδα και να τη θέσουν ουσιαστικά υπό τον έλεγχό τους, διαδεχόμενοι σε αυτό τον ρόλο τους Άγγλους που δεν είχαν πια τη δυνατότητα να λειτουργούν ως προστάτες της χώρας. Προκειμένου, μάλιστα, να γίνει κατανοητός ο βαθμός ελέγχου που θα ασκούταν από τους Αμερικάνους, ενδεικτικό είναι ένα απόσπασμα από την απάντηση της Ελλάδας στο αμερικανικό σχέδιο για την παροχή βοήθειας, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν∙ απάντηση που είχε συνταχθεί για λογαριασμό των Ελλήνων από το State Department: «Για να επιτευχθεί η ανόρθωση της Ελλάδας και λόγω της μεγάλης οικονομικής συνεισφοράς των ΗΠΑ προς την Ελλάδα, η (αμερικανική) Αποστολή θα μετέχει στην πολιτική που θα καθορίζει τον τρόπο ανάπτυξης του εισοδήματος και τις δαπάνες για τις δραστηριότητες οι οποίες άμεσα ή έμμεσα περιλαμβάνουν τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής βοήθειας, θα παίρνει μέρος στο σχεδιασμό του προγράμματος εισαγωγών και θα εγκρίνει τη χρήση ξένου συναλλάγματος. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε η Αποστολή να επιβλέπει την εκτέλεση του προγράμματος ανόρθωσης, τη βελτίωση της διοίκησης, την επιμόρφωση των δημοσίων υπαλλήλων και του άλλου προσωπικού, τη συνέχιση του προγράμματος υγείας, την ανάπτυξη των εξαγωγών, τον προγραμματισμό και τη διάθεση των προμηθειών, την προώθηση της αγροτικής και βιομηχανικής ανασυγκρότησης και τον διακανονισμό των μισθών και των τιμών. Γενικά, η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε να συμβουλεύεται την Αποστολή προτού πάρει οποιαδήποτε οικονομικά μέτρα τα οποία θα επηρέαζαν την επιτυχία του προγράμματος αμερικανικής βοήθειας.»]

2. Στο αφήγημα διαπιστώνουμε το σχήμα ύβρις-τίσις. Να το επισημάνετε και να το σχολιάσετε.
Ο Αμερικάνος καπετάνιος, αν και ενημερώνεται από το λιμεναρχείο πως έχει αυξηθεί η ένταση του σιρόκου (νότιου ή νοτιοανατολικού ανέμου) και πως θα πρέπει να απομακρύνει το πλοίο από το λιμάνι σε αναζήτηση ενός απάνεμου σημείου, για να το προφυλάξει από την επερχόμενη θαλασσοταραχή, αρνείται να συμμορφωθεί στις σχετικές υποδείξεις. Θεωρεί πως ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο δεν γίνεται να μετακινείται απλώς και μόνο επειδή το ζητά ένας ντόπιος λιμενάρχης∙ εκείνος είχε τους δικούς του κανονισμούς που καθόριζαν το πώς όφειλε να χειριστεί μια ανάλογη κατάσταση. Ο Αμερικάνος, λοιπόν, που υποτιμά τους ανθρώπους του νησιού και αρνείται να σεβαστεί το γεγονός πως εκείνοι γνώριζαν πολύ καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη θάλασσά τους, διαπράττει ύβρη, επιδεικνύει, δηλαδή, αλαζονική συμπεριφορά, που ξεπερνά τα όρια τα αρμόζοντα για θνητούς ανθρώπους. Συμπεριφορά που οδηγεί κατ’ ανάγκη στην τίσι, στην τιμωρία και στη συντριβή του αλαζόνα, προκειμένου να κατανοήσει πως κανείς δεν μπορεί να ξεπερνά ατιμωρητί τα ανθρώπινα όρια.
Η «τίσις», η τιμωρία του Αμερικανού καπετάνιου δεν αργεί να έρθει, μιας και κατά το σούρουπο η σοροκάδα επανήλθε με ανανεωμένη ένταση και ταλαντεύοντας επίμονα το πλοίο το απέσπασε από τη μία του άγκυρα, αφήνοντάς το για λίγο δεμένο μόνο με τη δεύτερη άγκυρα, κατάσταση που, φυσικά, δεν κράτησε πολύ. Μετά από λίγο το πλοίο παρασύρθηκε από την ένταση των κυμάτων και κόλλησε πάνω στα βράχια, προκαλώντας πανικό στους ναύτες του, οι οποίοι και πηδούσαν σαν τα βατράχια στο νερό και διασώζονταν τελικά από τους ντόπιους που τους έβγαζαν μισοπνιγμένους από τη θάλασσα.
Έτσι, ο καπετάνιος που θεώρησε ότι δύο άγκυρες αρκούσαν για να αντιμετωπιστούν τα οχτώ μποφόρ της σοροκάδας, και που αρνήθηκε να δεχτεί τις υποδείξεις των ντόπιων, υποτιμώντας φανερά τις γνώσεις και την εμπειρία τους, είδε το πλοίο του να καταστρέφεται στα βράχια, πληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αλαζονική του στάση.

3. Να παρατηρήσετε τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει ο συγγραφέας το αφήγημά του. Τι διαπιστώνετε;
Στο αφήγημα εντοπίζονται δύο διαφορετικές ιστορίες: μία προσωπική του αφηγητή, στην οποία ως πρωταγωνιστής παρουσιάζει βιωματικά στοιχεία, και μία δεύτερη, εγκιβωτισμένη, που αναφέρεται στο παρελθόν και αφορά ένα γεγονός το οποίο ίσως ο αφηγητής είδε ως αυτόπτης μάρτυρας, μας το παρουσιάζει πάντως ως παντογνώστης με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

«Είναι μέρες που το νησί κλείνει. ... Ό,τι απόμεινε από ‘να αμερικάνικο καταδρομικό, που το διαλύσανε.»
Το αφήγημα ξεκινά με την προσωπική ιστορία του αφηγητή, την οποία μοιάζει να αφηγείται σε κάποιο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά του και στο οποίο κάνει κάποιου είδους περιήγηση στο νησί της Ρόδου «...έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να ξιπολυθείς, για να πας στην άκρη του». «Με σοροκάδα, μ’ άρεζε να κολυμπάω...», σχολιάζει ο αφηγητής, φανερώνοντας πως η πρώτη αυτή ιστορία δίνεται σε πρώτο πρόσωπο και αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφικής καταγραφής αναμνήσεων του αφηγητή από το νησί.
Σ’ αυτή την πρώτη ιστορία ο αφηγητής περνά, κατά τρόπο συνειρμικό, από το παρόν στο παρελθόν, καθώς υποδεικνύει στο πρόσωπο που τον ακούει τα μέρη που συνήθιζε να κολυμπά και τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτά.

«Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο για επίσκεψη καλής θελήσεως... Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.»
Η δεύτερη ιστορία, δίνεται σε τρίτο πρόσωπο, με τον αφηγητή να λειτουργεί ως παντογνώστης. Αν και είναι η εκτενέστερη ιστορία του αφηγήματος, εγκιβωτίζεται στο πλαίσιο της πρώτης μικρότερης ιστορίας.
Σε ό,τι αφορά τους αφηγηματικούς τρόπους, παρατηρούμε ότι ο αφηγητής χρησιμοποιεί κυρίως τη διήγηση και πως αξιοποιεί τον πλάγιο λόγο προκειμένου να αποφύγει την παράθεση σε ευθύ λόγο όσων λένε και συζητούν τα πρόσωπα της ιστορίας, όπως είναι η συζήτηση ανάμεσα στον καπετάνιο και το λιμεναρχείο, τα σχόλια του καπετάνιου «αλίμονο αν αλλάζαν αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη∙ τι τους είχαν τους κανονισμούς!», και τα λόγια των νησιωτών μόλις είχε πια γίνει η καταστροφή «να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει». Υπάρχουν, επίσης, περιορισμένα στοιχεία περιγραφής «Τ’ αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια», αλλά και ορισμένα, ειρωνικά κυρίως, σχόλια του αφηγητή «κάπως έτσι το λένε, θαρρώ / αλλόκοτην αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές».
Η αφήγηση στην εγκιβωτισμένη αυτή ιστορία ακολουθεί ευθύγραμμη παράθεση των γεγονότων, χωρίς αναδρομικές παρεκβάσεις. Με χρονικούς προσδιορισμούς (τ’ απόγιομα  / Την άλλη μέρα το πρωί) προσδιορίζει το πέρασμα της ώρας και των ημερών, διευκολύνοντας τον αναγνώστη στο να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων, που διαρκούν τελικά μερικούς μήνες, αν συμπεριληφθεί το διάστημα κατά το οποίο το κουφάρι του πλοίου παρέμεινε στα βράχια (Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου).

«Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.»
Η τελευταία φράση του κειμένου μας επαναφέρει στο παρόν του αφηγητή και στην πρώτη ιστορία.
Συνολικά, διαπιστώνουμε ότι ο αφηγητής που ταυτίζεται με το συγγραφέα χρησιμοποιεί την αναδρομική αφήγηση (η ιστορία με το Αμερικάνικο πολεμικό), το α΄ πρόσωπο (π.χ. “μ’ άρεζε να κολυμπάω”), το β΄ πρόσωπο (π.χ. “Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλόδια”) και κυρίως το γ΄ πρόσωπο (π.χ. “του μήνυσαν να φύγει”). Τέλος, λειτουργεί ως παντογνώστης αφηγητής (“Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του τα ’πανε”).

4. «Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς»: Να εξηγήσετε το νόημα αυτής της φράσης.
Η φράση αυτή, και ειδικότερα το σχόλιο «για να δοξάζει του κανονισμούς» συνιστά ειρωνεία, καθώς ο αφηγητής θέλει να δείξει πως οι γενικοί κανονισμοί του αμερικανικού στόλου, τους οποίους ακολουθεί κατά γράμμα ο Αμερικανός καπετάνιος, δεν μπορούν να θεωρούνται απόλυτοι και πάντοτε εφαρμόσιμοι, αφού ανάλογα με το που βρίσκεται ένα πλοίο οφείλει να συμμορφώνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου. Ο καπετάνιος, που αρνείται να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνθήκες του νησιού και θεωρεί πως οι κανονισμοί που του έχουν δοθεί αποτελούν μια αδιάψευστη αυθεντία, καταλήγει με την ακαμψία και την αλαζονεία του να οδηγεί το πλοίο του στην καταστροφή.
Είναι σαφές, λοιπόν, πως οι κάθε είδους κανονισμοί και οδηγίες δεν γίνεται να έχουν καθολική ισχύ, αφού ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, ενδέχεται, όπως φαίνεται και από αυτή την ιστορία, να φανούν ανεπαρκείς. Οι άνθρωποι οφείλουν να προσαρμόζονται στα δεδομένα που αντιμετωπίζουν και να τροποποιούν ανάλογα τη συμπεριφορά και τη δράση τους, αψηφώντας τους κανονισμούς, όταν είναι προφανές πως αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η τυπολατρία, άλλωστε, του συγκεκριμένου καπετάνιου είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του πολεμικού πλοίου.

5. «Η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά»: Να σχολιάσετε αυτή τη φράση καθώς και την άρνηση του Αμερικανού πλοιάρχου να ακολουθήσει τη συμβουλή του λιμενάρχη.
Όταν το Λιμεναρχείο διαπιστώνει πως ο Αμερικανός καπετάνιος δεν έχει σκοπό να μετακινήσει το πλοίο του και να αναζητήσει κάποιο ασφαλέστερο σημείο, σχολιάζει πως η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά, για να τονιστεί πως ήταν ανόητο να προσπαθεί κάποιος να τα βάλει με τη θάλασσα και τον άνεμο, μόνο και μόνο για να δείξει στους άλλους πως είναι ικανός και άφοβος. Για τους ανθρώπους του νησιού ήταν απολύτως βέβαιο πως η σοροκάδα μπορούσε να στείλει στα βράχια οποιοδήποτε πλοίο, όσες προφυλάξεις κι αν είχε λάβει αυτό, γι’ αυτό και δεν κατανοούν το πείσμα και την περηφάνια του καπετάνιου.  
Ο καπετάνιος από τη μεριά του υποτιμά τόσο την ένταση της σοροκάδας, μιας και θεωρεί πως τα οχτώ μποφόρ δεν αποτελούν ικανό κίνδυνο, όσο και τις υποδείξεις των ντόπιων, αφού πιστεύει πως θα ήταν προσβλητικό για ένα αμερικανικό πολεμικό πλοίο το να μετακινείται επειδή το ζήτησε ένας ντόπιος λιμενάρχης. Ο Αμερικανός αρνείται να συμμορφωθεί στα λεγόμενα του λιμενάρχη, διότι αισθάνεται πως μ’ αυτό τον τρόπο είναι σαν να αναγνωρίζει κάποιου είδους εξουσία σ’ έναν εντελώς ασήμαντο ντόπιο «υπάλληλο», που δεν έχει μήτε το κύρος, μήτε τη δυναμική εμπειρία ενός Αμερικανού ναυτικού.

6. Πώς λειτουργεί στο διήγημα η πρώτη φράση του;
«Είναι μέρες που το νησί κλείνει.( Μήτε πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.)»

Η αρχική αυτή φράση, που υποδηλώνει πως κάποιες μέρες η πρόσβαση στο νησί αποκλείεται τελείως, λόγω προφανώς του ανέμου ή άλλων φυσικών στοιχείων, επέχει θέση προϊδεασμού για την ένταση που λαμβάνουν τα φυσικά φαινόμενα σε τοπικό επίπεδο. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει εξαρχής πως κάποιες μέρες η κατάσταση που επικρατεί στο νησί είναι τέτοια που κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μετακινηθεί στη θάλασσα ή στον αέρα, αφού προφανώς η ένταση των ανέμων καθιστά επικίνδυνη κάθε τέτοια προσπάθεια.
από http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.kasdaglis1.htm

ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΩ ΤΑ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ
Ψυχογραφικά στοιχεία:
α) Παρουσιάζω σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα των ηρώων
β) Βρίσκω τα αίτια της συμπεριφοράς τους
γ) Περιγράφω και παρουσιάζω τις ενέργειές τους
δ) Δείχνω τον εσωτερικό τους κόσμο
Κάνω δηλαδή ολοκληρωμένη παρουσίαση της προσωπικότητας του ήρωα.

Ηθογραφικά στοιχεία:
Η ηθογραφία έχει ως βασικό στόχο την πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και το ελληνικό χωριό με τις τοπικές παραδόσεις, ήθη, έθιμα, συνήθειες, χαρακτήρα και νοοτροπία του ελληνικού λαού. Οι ήρωες είναι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου.
α) Μελετώ πώς παρουσιάζονται οι κοινωνικές ομάδες και τις πιθανές συγκρούσεις μεταξύ τους
β) Παρουσιάζω τους ήρωες που είναι άνθρωποι της υπαίθρου. Δείχνω τη μόρφωσή τους, τις ασχολίες και τα επαγγέλματά τους, το θρησκευτικό τους συναίσθημα, το θέμα της ξενιτιάς που τους ταλαιπωρεί κτλ
γ) Παρουσιάζω τους κοινωνικούς ρόλους: τη θέση της γυναίκας, του άνδρα κτλ
 - Σημείωση: Χαρακτηριστικό των συγγραφέων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής είναι ότι αρχικά ασχολήθηκαν πολύ με την ηθογραφία, δηλαδή με την καταγραφή των ανθρώπων της υπαίθρου. Επειδή όμως αυτό κατέληξε κάποια στιγμή σε απλή τοπιογραφία, γι’ αυτό υπήρξε μια στασιμότητα. Προς το τέλος της περιόδου και ιδίως στις αρχές του 20ου αι. οι πεζογράφοι στράφηκαν προς το κοινωνικό διήγημα, τις αστικές κοινωνίες και τις προεκτάσεις τους. Έτσι π.χ. ο Παπαδιαμάντης ασχολείται πιο πολύ με την ηθογραφία ενώ ο Θεοτόκης έχει κάνει στροφή προς το αστικό διήγημα.

Ρεαλιστικά στοιχεία:
Ρεαλισμός: Η λογοτεχνία θέτει ως πρώτο στόχο την πιστή απόδοση της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν στον εντυπωσιασμό, αλλά αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της. Οι ήρωες είναι εκπρόσωποι της κοινωνίας και του πολιτισμού στον οποίο ανήκουν και μολονότι πλαστοί, δεν παύουν να είναι αληθοφανείς. Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία μπορεί να έχει δύο σημασίες: γενικά την προσπάθεια για πιστή και αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας και ειδικότερα μια τάση που επικράτησε τον 19ο αι. κυρίως ως αντίδραση στις υπερβολές του ρομαντισμού.
Τα ρεαλιστικά στοιχεία τα αναζητούμε:
α) στην περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος,
β) στην περιγραφή του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος (χώροι, ήρωες και δευτερεύοντα πρόσωπα),
γ) στην περιγραφή πράξεων και συμπεριφορών χωρίς καμιά τάση ωραιοποίησης και εξιδανίκευσης,
δ) στο περιεχόμενο.
 - Σημείωση: Δεν ξεχνάμε ότι οι ήρωες είναι πλαστοί αν και αληθοφανείς.

Νατουραλισμός: Ονομάζεται στη λογοτεχνία ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως με τα έργα του Εμίλ Ζολά. Η νατουραλιστική πεζογραφία είναι εξέλιξη της ρεαλιστικής και έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν, αφού ξεκινά, όπως και η ρεαλιστική, από την επιθυμία της απεικόνισης της πραγματικότητας με ακρίβεια και χωρίς ωραιοποίηση, αλλά διαφέρει ως προς το φιλοσοφικό υπόβαθρο που διακρίνεται πίσω από τα νατουραλιστικά έργα. Οι νατουραλιστές συγγραφείς πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι δέσμιος των εξωτερικών δυνάμεων, φυσικών και κοινωνικών, και των κληρονομικών προδιαθέσεων και ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου ρυθμίζεται από τους παράγοντες της κληρονομικότητας, του περιβάλλοντος και τις πιέσεις της στιγμής, με αποτέλεσμα οι ήρωες των έργων τους να παρουσιάζονται ως άτομα που δρουν με βάση τα εσωτερικά τους ένστικτα (κυρίως την πείνα και την σεξουαλική επιθυμία) και υπό την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Τα νατουραλιστικά έργα ξεχωρίζουν επίσης για την υπερβολικά λεπτομερή απόδοση της πραγματικότητας, ακόμα και σε σκηνές ιδιαίτερα βίαιες, και συχνά για το τραγικό τέλος, στο οποίο ο ήρωας συνήθως οδηγείται στην καταστροφή. Οι ήρωες είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, οι ψυχικά και σωματικά άρρωστοι. Οι νατουραλιστές καταγγέλλουν την κοινωνική εξαθλίωση, υπερτονίζουν τις άσχημες καταστάσεις της ζωής χωρίς προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της χωρίς πρόσθετα σχόλια και συναισθηματισμούς. Επίσης, οι νατουραλιστές επιμένουν στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου. Άλλο εμφανές χαρακτηριστικό στα έργα των νατουραλιστών είναι η απόδοση των λόγων των ηρώων σε ελεύθερο πλάγιο λόγο.

Ομοιότητες και Διαφορές Ρεαλισμού και Νατουραλισμού:
  • Ο ρεαλισμός, όπως εκδηλώνεται το 19ο αιώνα, συνιστά μια γενική τάση της τέχνης και της λογοτεχνίας, ενώ ο νατουραλισμός αποτελεί κίνημα, με σαφή θεωρία και μέθοδο, το οποίο εκπροσωπείται από συγκεκριμένες ομάδες και είναι, κατά συνέπεια, περιορισμένο.
  • Κοινό χαρακτηριστικό ρεαλιστών και νατουραλιστών συγγραφέων είναι η πίστη τους ότι σκοπός της τέχνης είναι να απεικονίζει αντικειμενικά την εξωτερική πραγματικότητα. Γι' αυτό και αντλούν τα θέματα τους από την καθημερινή, κοινωνική κυρίως, ζωή και επιλέγουν μία απρόσωπη τεχνική γραφής.
  • Οι νατουραλιστές ξεπερνούν τις βασικές τάσεις του ρεαλισμού επιλέγοντας θέματα, όχι απλώς κοινότο-πα, αλλά συχνά ειδεχθή και επιμένοντας σε μια φωτογραφική αναπαράσταση των λεπτομερειών.
  • Η διαφορά τους από τους ρεαλιστές έγκειται στο ότι: 
    α) προσπαθούν να εφαρμόσουν στη λογοτεχνία μια επιστημονική μέθοδο και 
    β) ερμηνεύουν τη ζωή με βάση την προκαθορισμένη αρχή ότι ο άνθρωπος είναι βιολογικός οργανισμός, του οποίου η εξέλιξη καθορίζεται από την κληρονομικότητα, τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και τις πιέσεις της στιγμής.

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Μιχάλης Κατσαρός «Όταν»

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.

Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.
Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.
Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»

Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.
Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.   

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.
Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.
Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.
Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα επαναστατικά τραγούδια, τους υποκριτικούς και ατελείωτους ύμνους για την ελευθερία∙ για τη δήθεν ελευθερία από τους ξένους κατακτητές, έστω κι αν αυτή σημαίνει μια ανελέητη υποδούλωση στους ισχυρούς της χώρας, σωπαίνει. Σωπαίνει διότι αντιλαμβάνεται σε ποια έκταση φτάνει η υποκρισία των κρατούντων, οι οποίοι επιχειρούν να εμπνεύσουν στους πολίτες μια αγωνιστική διάθεση απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, τη στιγμή που οι ίδιοι επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία στην εσωτερική οργάνωση της χώρας, ώστε να μην τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει την εξουσία τους.
Ο ποιητής σωπαίνει όταν ακούει τους ανθρώπους να γελούν και να νιώθουν ασφαλείς στην έννομη και απολύτως οργανωμένη κοινωνία, γιατί βλέπει πως οι πολίτες δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν πόσο πραγματικά ανελεύθεροι είναι. Σωπαίνει έκπληκτος από το πόσο γρήγορα η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, στην πλήρη, συνειδητή, αυτόβουλη και μακάρια υποταγή στη θέληση εκείνων που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακραία βία, όταν θεώρησαν πως η κυριαρχία τους απειλείται.

«Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.»

Μα η σιωπή του ποιητή δε θα κρατήσει για πάντα, όπως δε θα κρατήσει για πάντα κι αυτή η πρόθυμη αδρανοποίηση των πολιτών. Με λόγο σχεδόν προφητικό, ο ποιητής προβλέπει τον ερχομό εκείνης της μέρας που θα πάψουν πια οι ανούσιες φλυαρίες, διότι οι άνθρωποι δε θα μπορούν ν’ αντέξουν άλλο την εκμετάλλευση και την κοροϊδία των κρατούντων. Τη μέρα που το ασήμαντο θα σωπάσει, κι οι άνθρωποι θα θελήσουν ν’ ακούσουν ξανά ένα λόγο ουσιαστικό, ένα λόγο που θα τους δείξει ξανά το δρόμο προς τη διεκδίκηση των εγγενών δικαιωμάτων τους, τότε ο ποιητής θα μιλήσει, κι όσα θα πει θα σαρώσουν τα πάντα με μια πρωτόγνωρη ένταση. Οι κήποι των σπιτιών θα γεμίσουν με καταρράχτες∙ η αγανάκτηση των πολιτών κι οι επιθυμίες τους που για τόσο καιρό συγκρατήθηκαν, θα ξεσπάσουν πλέον με ορμή. Από τις βρώμικες αυλές των σπιτιών θα προκύψουν οι μαχητές της νέας αυτής κοινωνικής επανάστασης∙ από τα σπίτια των απλών ανθρώπων θα αντληθούν τα όπλα αυτού του κινήματος που θα έρθει να ανατρέψει τα πάντα, και στο οποίο θα συμμετέχουν οι νέοι άνθρωποι έξαλλοι κι εξοργισμένοι με τη μακρόχρονη απάθεια των προηγούμενων γενιών.
Οι νέοι θ’ ακολουθούν με τους δυνατούς εκείνους στίχους, που δεν έχουν ανάγκη ύμνους και μουσικές για να σταθούν. Τους στίχους εκείνους που κρύβουν όλη την αλήθεια για την κατάσταση που ανέχτηκαν οι πολίτες, και για τον κόσμο που δικαιούνται. Οι νέοι θ’ ακολουθούν χωρίς τους ψεύτικους ύμνους για δήθεν εθνικά ιδανικά, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να μασκαρεύουν τους πραγματικούς τους σκοπούς∙ θ’ ακολουθούν ελεύθεροι και ανυπότακτοι απέναντι στην τρομερή εξουσία, που για χρόνια τους καταπίεζε με το φόβο και τη βία.  

«Πάλι σας δίνω όραμα.»


Το ποίημα που κυκλοφόρησε το 1953, λίγα μόλις χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και την αιματηρή κατάπνιξη της πρώτης λαϊκής εξέγερσης, κλείνει μ’ έναν στίχο συγκατάβασης από τη μεριά του ποιητή. Πάλι σας δίνω όραμα, σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει πως με τους στίχους του επανατοποθετεί το ξέσπασμα των πολιτών σε κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία ίσως τα πράγματα σταθούν πιο ευνοϊκά. Έτσι, ο ποιητής απαντά στο φόβο, την απάθεια και την απογοήτευση των συγκαιρινών του μ’ έναν προφητικό λόγο, για μια μελλοντικά επερχόμενη νέα επανάσταση των πολιτών.