Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Στρατής Τσίρκας Αριάγνη

Στρατή Τσίρκα: «Αριάγνη»
 Στο συγκεκριμένο απόσπασμα της «Αριάγνης» ο Τσίρκας συνθέτει μια πολλαπλή ειρωνεία για τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος στην προπολεμική Αίγυπτο και ταυτόχρονα διατυπώνει μια ερμηνεία για τον εκπατρισμό των Αιγυπτιωτών Ελλήνων στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
 Ο Διονύσης είναι συνδικαλιστής, ωστόσο η εκβιαστική απεργία που οργάνωσε για να σταματήσουν οι προσλήψεις Αιγυπτίων εργαζομένων (σ.165) και η τελική λύση που διαμορφώθηκε (σ.166) προδίδουν εισαγωγή διακρίσεων ανάμεσα σε ισχυρούς και ανίσχυρους, όχι πια μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, αλλά στο εσωτερικό της ίδιας της εργατικής τάξης, και μάλιστα από αυτούς που ευαγγελίζονται την έλευση της αταξικής κοινωνίας (!) Αντίστοιχα άδικη είναι και η αντιμετώπιση των Αιγυπτίων στο συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς δεν γίνονται καν δεκτοί στο συνδικάτο (σ.167) Ο γιος του μάλιστα χαρακτηρίζει τη συνεπή εφαρμογή των αρχών του συνδικαλιστικού κινήματος (ισότητα ανεξάρτητα από φυλετικές διαφορές) «μεγαλοϊδεατισμούς», δηλ. εμμονή σε ανεφάρμοστες θεωρητικολογίες.
 Η σύζυγος του Διονύση Αριάγνη, από την άλλη μεριά, αναλογίζεται στον εσωτερικό της μονόλογο (σ.167-170) τις καταστρεπτικές επιπτώσεις αυτής της νοοτροπίας και αναδεικνύει την κεντρική ειρωνεία  που υπάρχει στη συμπεριφορά του συζύγου της: ο ίδιος κακομεταχειρίζεται τους Αιγυπτίους, και μάλιστα καπηλευόμενος την ιδιότητα του συνδικαλιστή, ενώ ένας λαϊκός Αιγύπτιος ήταν που είχε σώσει τη ζωή ενός από τα παιδιά του μια νύχτα που τον αναζητούσαν στην εργασία του, όπου όμως δεν είχε πάει επειδή έπαιζε χαρτιά(!)
 Πιο αναλυτικά, στο πρώτο τμήμα του εσωτερικού μονολόγου (σ.167-168), η Αριάγνη οραματίζεται τον επερχόμενο εκπατρισμό των Ελλήνων, ο οποίος βέβαια δεν ήταν ακόμα γεγονός το 1942, οπότε και διαδραματίζεται το έργο· συνέβη την επόμενη δεκαετία και ο Τσίρκας γράφοντας το κείμενο το προϋπέθετε. Στην οραματική-προφητική σκέψη της Αριάγνης, αιτία της καταστροφής θα είναι η συμπεριφορά των Ελλήνων προς τους Αιγυπτίους η οποία είναι φυσικό να έχει προκαλέσει συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Το δεύτερο τμήμα καταλαμβάνει η εγκιβωτισμένη αφήγηση που αναφέρεται στη διάσωση της Ουρανίας (σ.168-170) Με έντονη δραματικότητα που επιτυγχάνει η συνεχής εναλλαγή ευθέος λόγου και αφήγησης στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου, η Αριάγνη αφηγείται τη διάσωση της μικρής Ουρανίας. Παραπληρωματικές ειρωνείες εδώ η αποστροφή «χριστιανοί» της Αριάγνης, η οποία όμως βρίσκει ανταπόκριση σε έναν μη χριστιανό, τον Γιούνες, όπως και ο υβριστικός χαρακτηρισμός που αποδίδει ο Διονύσης στον Γιούνες, ο οποίος όμως λίγο πριν έσωσε τη ζωή του παιδιού του.

Το κείμενο περιλαμβάνει δύο ενότητες:
ü  Οικογενειακή σκηνή (σελ. 163-167 «Για χάρη …δεν έλεγε τίποτα»)
ü  Μονόλογος Αριάγνης (σελ. 167-170 «Η βροχή δυνάμωσε…Τίποτα!»)
Οι ενότητες αντιστοιχούν σε δύο οπτικές γωνίες:
1.    Μια θεωρητική σκοπιά όπου εμπλέκονται προκαταλήψεις και φανατισμοί (1η ενότητα, συζήτηση Μάνου Σιμωνίδη και Διονύση Σαρίδη)
2.    Μια άμεση οπτική που διαμορφώνεται από βαθιές ανθρώπινες εμπειρίες (2η ενότητα, μονόλογος Αριάγνης)

Εκφραστική τεχνική- προθετικότητα του συγγραφέα
 I.        Παρουσίαση ιστορίας μέσα από ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές : αφήγηση, περιγραφή , σχόλιο, μονόλογο, διάλογο, εγκιβωτισμό.
II.        Στοιχεία ρεαλιστικής τεχνικής του συγγραφέα: θεατρική τεχνική, σκηνοθετικές παρεμβάσεις, διάλογος, περιγραφή λεπτομερειών.
III.        Στην Α΄ σκηνή κυριαρχεί η ρεαλιστική αφήγηση, ενώ στη Β΄ ο νοερός μονόλογος της Αριάγνης (μετά από σχόλιο του συγγραφέα σελ. 167 «Μάτια που σε κοιτούνε…που μαλώνουνε» για το σιωπηλό αλλά εύγλωττο βλέμμα της Αριάγνης που καταδικάζει όσα άκουσε πριν).
IV.        Ο μονόλογος της Αριάγνης δομείται αρχιτεκτονικά: εισαγωγή, πρόδρομη αφήγηση, κύριο μέρος με αναδρομική αφήγηση (το περιστατικό με την Ουρανίτσα), επιλογική ανακεφαλαίωση.
V.        Βασικοί άξονες:
§  α) η πρόδρομη αφήγηση- προφητεία της Αριάγνης: προοιωνίζεται την «έξοδο» των Ελλήνων από την Αίγυπτο (το 1956), μιλά προφητικά για μια βιβλική καταστροφή με φράσεις που θυμίζουν τη γλώσσα των προφητών, μια οραματική γλώσσα σε χρόνο μέλλοντα. Η Αριάγνη δεν κάνει υποθέσεις, είναι βέβαιη για την καταστροφή που θα φτάσει, την βλέπει με τα ίδια της τα μάτια. Αιτία της καταστροφής είναι το πνεύμα καταφρόνησης προς τους ντόπιους το οποίο πλανάται παντού. Οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να αγνοούν ότι αξία έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις και όχι τα περιουσιακά στοιχεία που θα πάρει κανείς μαζί του την ώρα της καταστροφής.
§  β) Η αναδρομική αφήγηση του περιστατικού με την Ουρανίτσα που φανερώνει το ηθικό ανάστημα του Γιούνες: Η Αριάγνη δεν προβάλλει θεωρίες, αλλά χρησιμοποιώντας την αποδεικτική δύναμη των γεγονότων καταδεικνύει ότι η ανθρωπιά δεν έχει εθνικότητα: ένας ντόπιος, ένας «Αράπης», ο Γιούνες σώζει το κορίτσι τους, την Ουρανίτσα σε μια κρίση αιμορραγίας. Όταν η Αριάγνη φωνάζει «Σώστε, χριστιανοί, το χάνω το μέσα από τα χέρια μου…» ανταποκρίνεται ένας μη χριστιανός . Ο Γιούνες δε διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να σώσει το κορίτσι. Μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής του φαίνεται ταπεινή και μικρόψυχη η φυλετική προκατάληψη του Διονύση που δε βάζει μυαλό και στο τέλος λέει: «Κι άφησες αυτόν το βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;»
VI.        Στο μονόλογο της Αριάγνης συνηχεί και η φωνή του συγγραφέα που υποβάλλει και την ερμηνευτική κατεύθυνση: «Η Αριάγνη, ως άλλη Αριάδνη, γίνεται η σοφή καρδιά που ξετυλίγει το νήμα για να βγει κανείς από το λαβύρινθο των πολιτικών και φυλετικών προκαταλήψεων- φανερώνει σε όσους βρίσκονται σε σύγχυση φρένων τις βασικές αλήθειες: αξία έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις και όχι τα υλικά αγαθά που θα περισώσει κανείς την ώρα της καταστροφής».
Από ανάλυση της φιλολόγου Μαρίας Παπαλεοντίου

Στο βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας παρατίθεται ένα εκτενές
απόσπασμα από το μυθιστόρημα του συγγραφέα, το οποίο ανήκει στην
περίφημη τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Ο τίτλος του
αποσπάσματος είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος, άρα η Αριάγνη
είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου και ένα από τα σημαντικότερα
στην τριλογία.
Στο υπό εξέταση απόσπασμα η ηρωίδα, μια γυναίκα σε ώριμη ηλικία με
πέντε παιδιά και σύζυγο υπάλληλο σε κέντρο αναψυχής, ενώ συμμετέχει
πολύ περιορισμένα στο διάλογο της πρώτης ενότητας, στη συνέχεια της
δίνεται ο λόγος από το συγγραφέα σε έναν εσωτερικό μονόλογο
θαυμαστό για τον τρόπο γραφής του, αλλά και για τις ιδέες που
προβάλλει. Έτσι, η Αριάγνη, μια απλή και αμόρφωτη γυναίκα, γίνεται το
πρότυπο του ανθρωπισμού και της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων
με το σαφή διαπολιτισμικό της προσανατολισμό. Ζώντας σε ένα
πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όπως αυτό της Αιγύπτου πριν την
ανεξαρτητοποίησή της, με πολλούς εμπορευόμενους κυρίως από
ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται καθημερινά σε επαφή με τον Άνθρωπο,
ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Στο δηλωμένο ρατσισμό του
συζύγου της απέναντι στους ντόπιους, τους οποίους αποκαλεί
«γουμάρια» και για τους οποίους η συντεχνία των γκαρσονιών κατήλθε
σε απεργία με αίτημα να μην προσλαμβάνονται «οι αραπάδες», η
Αριάγνη «δηλώνει» : “Γιατί γουμάρια ; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο
ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε
ένα χαντάκι και χωρίζεστε;»
Η σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο του αποσπάσματος φανερώνει για
πρώτη φορά μια αισιόδοξη – για την ανάλυση μας με βάση τη διάσταση
του φύλου – προσέγγιση. Μια γυναίκα είναι επιτέλους ο φορέας των
καινούργιων για την εποχή ιδεών, είναι ακόμα και ο άνθρωπος που θα
δικαιωθεί ιστορικά, αφού οι προβλέψεις της θα γίνουν πραγματικότητα
και οι ξένοι θα εκδιωχθούν από την Αίγυπτο με τις εθνικοποιήσεις του
Νάσερ το 1956. Μια γυναίκα, όπως δηλώνεται από τους επιμελητές του
βιβλίου σε μια εργασία που ακολουθεί, «δίνει μαθήματα ανθρωπισμού
και πολιτικής στον άντρα της».
Πέραν όμως από την αδρομερή ανάλυση της εικόνας των δύο φύλων, το
απόσπασμα προσφέρεται και για άλλες επισημάνσεις. Πρώτη και
σημαντικότερη, αυτή που επισημαίνουν και οι μαθητές και οι μαθήτριες
με την πρώτη ανάγνωση: Ότι η Αριάγνη ξεδιπλώνει τις σκέψεις της χωρίς
τον κίνδυνο της σύγκρουσης με τους άνδρες που βρίσκονταν στο τραπέζι
γύρω από το οποίο γίνεται η συζήτηση. Αν και ο σύζυγός της παρατηρεί
ότι η Αριάγνη « για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες ιδέες», πράγμα που
φανερώνει ότι σε άλλες περιπτώσεις θα τις ανέφερε στους συνομιλητές
της, στη συγκεκριμένη συζήτηση μένει βουβή μπροστά στην απαράδεκτα
ρατσιστική στάση του Διονύση, ενώ η ίδια η εμπειρία της – με το
περιστατικό με τον Αιγύπτιο Γιούνες, που χάρις στη βοήθειά του
ουσιαστικά σώθηκε από βέβαιο θάνατο το ένα παιδί της – θα μπορούσε
όχι απλώς να τον διαψεύσει αλλά να τον αφήσει εκτεθειμένο για τη δική
στάση στο ίδιο περιστατικό.
Ακόμα, η γενικότερη εικόνα της πρωταγωνίστριας ως, κυρίως και πάνω
απ’ όλα, της μητέρας που ζει και θυσιάζεται για τα παιδιά της,
επικαλύπτει ενδεχομένως οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της. Είναι
εξάλλου κοινός τόπος η ταύτιση της γυναίκας με το συγκεκριμένο ρόλο
της που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να λειτουργήσει και με τα
άλλα στοιχεία του χαρακτήρα της. Ο ίδιος ο συγγραφέας το δηλώνει με
σαφήνεια. Η Αριάγνη είναι η μυθιστορηματική εικόνα της δικής του
μητέρας, έτσι όπως εξιδανικευμένα πλάθεται στο μυαλό του παιδιού της.
Στη όλη εικόνα δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τις δοσμένες
κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες. Μια γυναίκα δικαιούται να έχει άποψη,
και μάλιστα τη σωστή και τη δίκαιη, αλλά μην περιμένουμε να την
εκφράζει δυναμικά ή πολύ περισσότερο να αγωνίζεται για αυτή, σε
αντίθεση με τον άνδρα που για το άδικο μπορεί να προχωρήσει και σε
απεργία και να περηφανεύεται για την πρωτοπορία του. Το έχουμε πια
εμπεδώσει. Οι ρόλοι πρέπει να είναι διακριτοί, όπως και οι χώροι στους
οποίους μπορεί ο καθένας να διακριθεί, ανεξάρτητα από την ηθική ή
άλλης μορφής δικαίωσή του. 
Αντρούλα Λάρκου

[Η πιο πάνω μελέτη γράφτηκε και παρουσιάστηκε στα πλαίσια του προαιρετικού
σεμιναρίου που διοργανώνει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με θέμα «Εκπαίδευση και
Ισότητα φύλων» με εισηγήτρια την κ. Δέσποινα Σολωμή-Χαραλαμπίδου.]

Τάκης Σινόπουλος

«Ο Καιόμενος» Τάκης Σινόπουλος
Θέμα του ποιήματος είναι η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής».
Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και  ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.

Το ποίημα χωρίζεται σε δυο νοηματικές ενότητες:
στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή.
στ. 14-16: σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.

α ενότητα: στ. 1-13

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο  όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια καυγή γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα

Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί «λάφυρα και σειρήνες», αλλ’ αυτός, όπως ο Φίλιππος, ο ήρωας του ομώνυμου ποιήματος από την ίδια συλλογή, ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα».
Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας  διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων.
Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας και μέσα από τα κολαστήριά της ο ποιητής συναρθρώνει την ποιητική του οικουμένη, συνθέτοντας μυθικές μορφές, πρόσωπα, προσωπεία με μια εκρηκτική εικονοπλασία, σκοτεινά χρώματα, «μεγάλο μαύρο φως».

‘Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή την καταναλωτική μεταφυσική, αλλιώς ωραίος, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του.

β ενότητα : στ. 14-16

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο

Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους τους κεραυνούς και τις θύελλες, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους.
Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας.
Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους
Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο και καθίσταται αυτόχρημα τραγικός.
Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
Σημειωτέον ότι ο Τ. Σινόπουλος ήταν ανθυπίατρος στον Εθνικό Στρατό στη διάρκεια του εμφύλιου μέχρι το 1949. Συνεπώς έζησε εξ επαφής το αμοιβαίο, αδυσώπητο μίσος στη σκοτεινή χώρα, αθροίζοντας με δέος τα σπαράγματα της τραγικής γενιάς του
Αισθητική αποτίμηση

Ο καιόμενος συνιστά μια τραγωδία εν συνόψει με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Επίσης, πρέπει να εξαρθεί η σοφή αρχιτεκτονική του ποιήματος. Ο ποιητής δομεί το μύθο σε επίπεδα, σε πλάνα (όπως φαίνεται από τη διαίρεση σε οκτώ ενότητες), με διάκενα μεταξύ τους που φορτίζουν τη δραματική ένταση, καθώς ενισχύεται από τα κενά της αφήγησης.
Το ποίημα λειτουργεί με τη μέθοδο μιας κινηματογραφικής απεικόνισης ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού» που δίνει την ευχέρεια στον αφηγητή να αποδώσει ένα γεγονός εισάγοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στο χώρο του ποιητικού υποκειμένου.
Επισημαίνουμε, προς τούτοις, την πολυπρόσωπη αφήγηση. Στο ποίημα συνυπάρχουν σαφώς πολλές αφηγηματικές φωνές.
Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος ξεχωρίζει από το πλήθος και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα ο κύριος αφηγητής που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να διηγηθεί όσα ως αυτόπτης μάρτυρας παρατηρεί («γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ δίνονται σε ενικό πρόσωπο οι κινήσεις του καιομένου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Εν συνεχεία. Όπως ήδη αναφέραμε, ο αφηγητής αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί…». Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.