Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Γιώργος Ιωάννου: 13-12-43



1. Υπόθεση
Η αφήγηση αρχίζει με την ανάμνηση των έντονων συναισθημάτων που δοκίμασε ο αφηγητής, όταν έτυχε να βρεθεί σ’ ένα τόπο ομαδικής εκτέλεσης που είχε γίνει είκοσι χρόνια πριν. Την ώρα της επίσκεψής του στον τόπο του μαρτυρίου, γινόταν η εκταφή των οστών ενός δεκαεξάχρονου παιδιού από έναν άντρα και μια γυναίκα, τα μεγαλύτερα αδέλφια του νεκρού παιδιού. Ενώ με συγκίνηση και δέος παρακολουθεί την ιεροτελεστία, καταφθάνει ένα μπουλούκι ντόπιοι τουρίστες, που τυπικά μόνο και χωρίς να συναισθάνονται πραγματικά την ιερότητα του χώρου, εκφωνούν ένα λόγο και καταθέτουν ένα στεφάνι. Η αποδοκιμασία του αφηγητή και η έντονη εσωτερική του αντίδραση προς τους βέβηλους επισκέπτες φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν κάποιος απ’ αυτούς δικαιολογεί με μια φράση του την ομαδική εκτέλεση.
2. Τόπος
Ο χώρος όπου διαδραματίζεται το γεγονός δεν αναφέρεται ρητά στο κείμενο. Στοιχεία όμως του αφηγήματος μας καθοδηγούν για τον προσδιορισμό του. Τα στοιχεία αυτά είναι:
α) Η αναφορά σε τόπο «ομαδικής εκτέλεσης», «μαρτυρίου» και «ομαδικής ταφής», καθώς και σε 1200 εκτελεσθέντες.
β) Ο «τεράστιος κάτασπρος σταυρός» στην κορυφή του λόφου και η γραμμένη με άσπρες πέτρες  στην πλαγιά ημερομηνία.
γ) Το «αντρίκιο μοιρολόι», όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε άντρες, αλλά και για τη συγκεκριμένη επίκληση σε «Καλαβρυτινούς μαστόρους».
δ) Τέλος, η ημερομηνία του τίτλου.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία σαφώς παραπέμπουν στην ομαδική εκτέλεση των Καλαβρύτων από το ναζιστικό στρατό.
Όμως δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός πως η αοριστία ως προς τον τόπο είναι πιθανόν σκόπιμη επιλογή του συγγραφέα. Έτσι, μέσω του συγκεκριμένου χώρου, αποδίδεται τιμή σε όλους τους ανάλογους χώρους θυσίας και μαρτυρίου, αφού, όπως λέει, «η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών».
Ταυτόχρονα επισημαίνουμε ότι τα γεγονότα δεν συμβαίνουν μόνο στον εξωτερικό χώρο, αλλά και στον εσωτερικό, στη συνείδηση του αφηγητή, στοιχείο άλλωστε χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Ιωάννου. Συναισθήματα, σκέψεις, συνειρμικές εικόνες εκφράζονται παράλληλα και ταυτόχρονα με την περιγραφή των εξωτερικών σκηνών. Π.χ. α) η εναρκτήρια πρόταση («ίσως θα  ‘ταν καλύτερα…)
β) «η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί»
γ) οι σκέψεις που κάνει για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, σε σχέση με το ίδιο περιβάλλον που θα έβλεπε ο δεκαεξάχρονος εκτελεσθείς.
δ) «άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόι»
ε) «μου ‘ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια»
στ) «Στο δρόμο συνέχεια έλεγα…υποκείμενα.
Τα συμβαίνοντα στη συνείδηση, στη σκέψη, γενικά στον «εσωτερικό χώρο» καταλαμβάνουν, σύμφωνα με ένα μελετητή, μεγαλύτερη έκταση από την αφήγηση των εξωτερικών γεγονότων.
 3. Χρόνος
 Ο διασπασμένος χρόνος, που αποτελεί καίριο χαρακτηριστικό στοιχείο της πεζογραφίας του Γιώργου Ιωάννου, παρατηρείται (αν και όχι στο βαθμό που υπάρχει σε άλλα κείμενά του) και στο υπό εξέταση διήγημα. Μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μια ημερομηνία, αποτελεί τον τίτλο του αφηγήματος, στοιχείο που της αποδίδει κεντρική θέση στο όλο διήγημα. Πρόκειται για την 13η Δεκεμβρίου 1943, ημέρα της εκτέλεσης όλου του άρρενος πληθυσμού των Καλαβρύτων από τους Γερμανούς. Όμως η αφήγηση ξεκινά από τη χρονική στιγμή που ο συγγραφέας αναπολεί και εξιστορεί την επίσκεψή του στο χώρο εκείνο, επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια μετά την εκτέλεση («..την ώρα που βρέθηκα εκεί μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν είκοσι χρόνια»). Η συλλογή του Ιωάννου Για ένα φιλότιμο στην οποία περιλαμβάνεται το διήγημα 13-12-43 εκδόθηκε το 1964. Άρα η γραφή του διηγήματος πρέπει να έγινε μεταξύ του 1963-64. ….
Ο συγγραφέας στέκεται στο 1963-64. Από εκεί αναπολεί την επίσκεψή του αλλά ταυτόχρονα σχολιάζει. Ο τρόπος αυτός ανασύνθεσης του χρόνου δεν είναι απλώς θέμα τεχνικής. Είναι λειτουργικό στοιχείο της αφήγησης, γιατί φανερώνει την ένταση και τη διάρκεια της οδυνηρής εμπειρίας. Τα γεγονότα που ο συγγραφέας έζησε, ίσως ένα χρόνο πριν τα αφηγηθεί, είναι πολύ ζωντανά στη συνείδησή του. Δηλώνει αρχίζοντας: «Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης». Στη συνέχεια δηλώνει: «Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο», «είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα», σκέψεις που καταγράφουν την ένταση των συναισθημάτων που δοκίμασε, αφού διαρκούν καιρό μετά το περιστατικό. Ταυτόχρονα όμως «μέσω της ανακομιδής του ’63 γίνεται παρόν και η εκτέλεση του ‘43».
4. Δομή
Ο τρόπος γραφής του Ιωάννου, με τη διάσπαση τόσο του χρόνου όσο και του θέματος, που κατά κανόνα δεν επιτρέπει στα πεζογραφήματά του τη διάκριση ενοτήτων ή μιας σταθερής δομής, στο παρόν αφήγημα δεν τηρείται πιστά κι έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε την ύπαρξη δύο μερών-ενοτήτων.
Α. Πρώτη ενότητα : (“Φτάνω στο σημείο να πω…καλύτερο από τ’ άλλα…”)
Στην πρώτη ενότητα ο αφηγητής βρίσκεται σ’ ένα τόπο ομαδικής εκτέλεσης που συνέβη, όπως λέει, είκοσι χρόνια πριν, τη στιγμή που πραγματοποιείται μια εκταφή οστών. Οι λέξεις και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, «τόπος μαρτυρίου», «μαρτύρησε», «έχει αγιάσει», «θυμίαμα», «ευώδιαζε όλος ο τόπος», δημιουργούν την ατμόσφαιρα μιας ιερότητας, μιας ταύτισης του αθώου εκτελεσθέντος με την αγιοσύνη ενός ιερομάρτυρα. Ακόμα και η λέξη «ανακομιδή» (που ακούγεται στη δεύτερη ενότητα) παρόλο ότι χρησιμοποιείται γενικά για την εκταφή οστών και τη μεταφορά τους σε μνημείο ή οστεοφυλάκιο, καθώς έχουμε συνηθίσει να την ακούμε για την εκταφή οστών αγίων, ενισχύει την αίσθηση του ιερού. Και το «ευώδιαζε όλος ο τόπος», αν και η σύνδεσή του με το θυμίαμα που έκαιγε στο θυμιατό ενέχει μια λογική εξήγηση για την προέλευσή του, εντούτοις η όλη ατμόσφαιρα που δημιουργείται οδηγεί τη σκέψη μας και στην πιθανότητα να είναι μια ευωδιά από τάφο αγίου.
Η άκρα σιγή που επικρατεί σ’ όλη τη σκηνή της πρώτης ενότητας επαυξάνει την ιερότητα. Διακόπτεται μόνο από μια φράση του αδελφού, που κι αυτή μας μεταφέρεται έμμεσα από τον αφηγητή: «Η χαριστική βολή».
Η εξιστόρηση της σκηνής της εκταφής έχει, κατά τον Χριστόφορο Μηλιώνη, «ένα χαρακτήρα θρησκευτικής τελετουργίας, διαποτισμένης με κατάνυξη και πόνο». Ένα ακόμα στοιχείο που έστω και έμμεσα υποβάλλει τη θρησκευτικότητα είναι και το εξής; Υποθέτει ο αφηγητής ότι «μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του». Το υποθέτει αυτό από το μικρό βάθος του τάφου, όμως με τη σκέψη αυτή όχι μόνο μας υποβάλλεται και το μέγεθος της συμφοράς, δηλαδή η εκτέλεση όλων των ανδρών, αλλά οδηγεί τη σκέψη μας και στις γυναίκες του Θείου Πάθους, περιβάλλοντας με ακόμα μεγαλύτερη ιερότητα και τη θυσία και την εκταφή. Η πρώτη ενότητα κλείνει με τα λόγια ενός μοιρολογιού που θυμάται ο αφηγητής. (Τα δικά του συναισθήματα και σκέψεις θα τα δούμε εξετάζοντας ιδιαίτερα τον αφηγητή).
Όλη η πρώτη ενότητα διαπνέεται από ένα ελεγειακό τόνο, που εκδηλώνεται κυρίως με τη σιωπή. Τα δυο αδέλφια δεν μοιρολογούν και εξίσου σιωπηλός ο αφηγητής παρακολουθεί τη σκηνή της εκταφής.
 Β. Δεύτερη ενότητα («Όμως ένα μπουλούκι…δήθεν εξευγενισμένα υποκείμενα»)
 Η φράση με την οποία αρχίζει η δεύτερη ενότητα διαφοροποιεί αμέσως το ψυχικό κλίμα, την ατμόσφαιρα. Δυο μόνο λέξεις είναι αρκετές για να μας προϊδεάσουν για το τι θα ακολουθήσει. Η λέξη «όμως» φορτίζεται με μια ιδιαίτερη ένταση έτσι όπως έρχεται αμέσως μετά το δημοτικό μοιρολόι, ακούγεται σαν ένα χτύπημα, δημιουργεί ένα ρήγμα, κατά τον Τριανταφυλλόπουλο. Και η λέξη «μπουλούκι» δεν δείχνει μόνο μια ομάδα ανθρώπων χωρίς τάξη, χωρίς σειρά. Εμφαίνει ταυτόχρονα την επιπολαιότητα, τις απρόσεχτες κινήσεις, την έλλειψη σεβασμού στο χώρο. Αλλά και η λέξη «τουρίστες» ενέχει κάτι το μειωτικό, το απαξιωτικό. Ο τουρίστας είναι ο βιαστικός συνήθως επισκέπτης, αυτός που ταξιδεύει για μια γρήγορη, επιφανειακή γνωριμία άλλων τόπων. Η ιερότητα του χώρου, όπως ο συγγραφέας την απέδωσε στην πρώτη ενότητα, δεν προσφέρεται για τουρισμό με την τρέχουσα σημασία του όρου. Προσφέρεται για προσκύνημα, για λατρευτική προσφορά, όπως αυτή των δυο αδελφιών και του αφηγητή.
Ο χαμηλόφωνος τόνος της πρώτης ενότητας εξακολουθεί και στη δεύτερη, αλλά τώρα αισθανόμαστε ότι η ψυχή του συγγραφέα βράζει από οργή, μέσα του υψώνονται κύματα θυμού, έστω κι αν προσπαθεί να μην τα εκφράσει. Η αντίθεση ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη ενότητα, αντίθεση που δημιουργείται από τη διαφορετική στάση των προσώπων που δρουν στις δυο ενότητες, δίνεται με λιτότητα, με απλές φράσεις, με την αναφορά της διαφορετικής στάσης χωρίς σχολιασμό:
  
Α  Ενότητα                                                                 Β΄ Ενότητα
-          Μόνο μια ημερομηνία για υπόμνηση   ***       -  Ομιλία από
της εκτέλεσης                                                             εγκυκλοπαίδεια
-    «Λέξη δεν έλεγαν τα δυο αδέλφια»       ***     - « μιλώντας δυνατά,
                                                                                     χαχανίζοντας»
-  Βουβά δάκρυα                                          ***     -ψυχρή περιγραφή

- Άνθρωποι λαϊκής προέλευσης                  ***     -«φαίνονταν από τους 
   (γυναίκα με τσεμπέρι στο κεφάλι»                            μορφωμένους»

-   «Αράδιαζε ευλαβικά»(τα κόκαλα)          ***      -«Πέρα απ’ τα όρια
                                                                               της αντοχής τους»
-ευλαβική συμμετοχή του αφηγητή             ***       -Θυμωμένη αντίδραση
  
Αποκορύφωμα της βέβηλης στάσης των τουριστών υπήρξε η φράση που είπε ένας απ’ αυτούς καθώς έφευγαν: «Καλά τους έκαμαν…» Τα δυο αδέλφια δεν είπαν τίποτα. Ο αφηγητής ερμηνεύει  τη σιωπή τους ως αποτέλεσμα της εξοικείωσής τους πλέον με παρόμοιες συμπεριφορές. Ήταν «μαθημένοι από κάτι τέτοια». Πολλές φορές θα είχαν ακούσει ανάλογες κρίσεις από ανθρώπους που όχι μόνο δεν αναγνώριζαν τη θυσία των εκτελεσθέντων, αλλά και δικαιολογούσαν τον κατακτητή. Ταυτόχρονα όμως με τη σιωπή τους αποκαλύπτουν μιαν αξιοπρέπεια κι ένα μεγαλείο ψυχής που δεν τους επιτρέπει να κατεβούν στο επίπεδο των βέβηλων και να αντιπαραταχθούν με τον οποιοδήποτε λόγο.
4. Ο αφηγητής
 Για τον αφηγητή της ιστορίας δεν ξέρουμε τίποτα. Ούτε ποιος είναι, ούτε πώς βρέθηκε εκεί. Σε όλο το κείμενο εκείνο που δεσπόζει είναι οι εσωτερικές του αντιδράσεις, σκέψεις, συναισθήματα, καθώς αναλογίζεται τη σκηνή που είχε παρακολουθήσει κάποια μέρα στο παρελθόν. Από το ίδιο όμως το κείμενο συνάγεται ότι δεν είχε καμιά φιλική ή συγγενική σχέση με τα αδέλφια. Είναι ένας ξένος που επισκέφθηκε τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης και τυχαία παρευρίσκεται την ώρα της εκταφής των οστών. Η φράση «τι να ΄γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;» δείχνει ότι η καταγωγή του, η μόνιμη ίσως κατοικία του, βρίσκεται αλλού. Εάν ταυτίσουμε τον αφηγητή με το συγγραφέα, τότε αυτό το «εκεί σε μας» είναι ασφαλώς η Θεσσαλονίκη.
Το ότι δεν έχει καμιά σχέση με τα δυο αδέλφια, επιβεβαιώνει η φράση «πολύ ήταν που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα», αλλά και επισφραγίζει η φράση του τέλους: «Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους».
Σύμφωνα με τον τρόπο που κατά κανόνα ο Γιώργος Ιωάννου χρησιμοποιεί στα αφηγήματά του, ο αφηγητής δεν είναι απλώς ο αντικειμενικός παρατηρητής που παρακολουθεί και καταγράφει γεγονότα. «Το εγώ του αφηγητή βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης· όλα συγκλίνουν στη συνείδησή του (ή και στο υποσυνείδητό του) και όλα πάλι φωτίζονται ή χρωματίζονται από αυτήν».
Η αφήγηση διαρκώς διακόπτεται από τη φωνή του αφηγητή που αποκαλύπτει την απήχηση των γεγονότων στην ψυχή του. Αρχίζει με την ανάμνηση της έντονης συγκίνησης και ταραχής που δοκίμασε(«ποτέ δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο»). Κάθεται σιωπηλός σε μιαν άκρη και παρακολουθεί την εκταφή η ψυχή του «έχει κολλήσει για πάντα εκεί», δεν τολμά καν να κοιτάξει τα δυο αδέλφια. Σκέφτεται ακόμα πως, όταν βρέθηκε το κρανίο, θα ΄πρεπε να προσκυνήσει «αν και είμαι τόσο ανάξιος», λέει. Να είναι άραγε αυτό το «ανάξιος» η συναίσθηση της ταπεινότητας που αισθανόμαστε μπροστά στο θεϊκό ή γιατί ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα στην αντίσταση;
 Οι σκέψεις του συνεχίζονται με τη ματιά του να περιφέρεται στο λιτό περιβάλλον, το βράχο, το δέντρο, που πιθανότατα ήταν τα ίδια που και το δεκαεξάχρονο παιδί αντίκρισε πριν εκτελεστεί. Συνειρμικά αναλογίζεται σκέψεις που έκανε ο ίδιος όταν αντιμετώπιζε κάποιους «τιποτένιους κινδύνους», σκέψεις που πιθανόν έκανε και το παιδί πριν πεθάνει.
Διακρίνουμε σ’ όλη αυτή την παράγραφο συναισθήματα αυτοϋποτίμησης και ενοχής του συγγραφέα-αφηγητή. Είναι ίσως τα συναισθήματα ενοχής του επιζήσαντος, πολύ περισσότερο που ο εκτελεσθείς ήταν ένας συνομήλικός του. (Αν υπολογίσουμε τη χρονολογία γέννησης του συγγραφέα, 1927, το 1943 ήταν και αυτός δεκαέξι χρονών). Ίσως όμως η ενοχή να οφείλεται και στο ότι είναι τόσο ασήμαντοι οι κίνδυνοι που αντιμετώπισε σε σύγκριση με το θάνατο.
Πιθανολογεί την ταυτότητα των σκέψεων του ιδίου και του παιδιού με το ότι και αυτός (ο συγγραφέας) είναι άνθρωπος, επομένως σκέφτεται και αισθάνεται όπως όλοι οι άνθρωποι. Δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί και σε «κάποια διαφορά» που αυτή είναι που «τον καίει». Ποια είναι άραγε η διαφορά; Οποιαδήποτε υποθετική απάντηση θα ήταν παρακινδυνευμένη.
Καθώς η αφήγηση προχωρεί, ο αφηγητής, σε μια ανιούσα κλίμακα συναισθηματικής μέθεξης, μετά τη συγκίνηση, το δέος, τα συναισθήματα αναξιότητας και ενοχής, προχωρεί σε μια ταύτιση με τα δυο άγνωστά του αδέλφια. Το πρώτο ενικό πρόσωπο της αφήγησης γίνεται πρώτο πληθυντικό: «ήρθαν τριγύρω μας», «σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω”, λέει. Αυτή η ταύτιση τον οδηγεί κα στην έκρηξη θυμού, όταν ακούστηκε η υβριστική φωνή που δικαιολογούσε τον κατακτητή. Έκρηξη, βέβαια, εντελώς εσωτερική που συγκρατείται, ίσως επηρεασμένη και από τη σιωπηλή, αξιοπρεπή στάση των δυο αδελφιών.
Καθώς οι βέβηλοι επισκέπτες φεύγουν, συζητούν ζωηρά μεταξύ τους. Δεν ξέρουμε τι λένε, δεν ξέρουμε αν, και σε τι διαφωνούν. Όμως στη θυμωμένη δήλωση κάποιου «καλά τους έκαναν», «κανείς δεν αντιμίλησε». Μήπως επειδή συμφώνησαν; Και τι υπονοεί η δήλωση «ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους»; Μήπως ότι φοβήθηκαν, δεν τόλμησαν να διαφωνήσουν μια και οι εκτελεσθέντες είχαν σκοτώσει στρατιώτες, επομένως κάποιους με τους οποίους ο ένστολος ταυτίζεται, έστω κι αν ήταν στρατιώτες του εχθρού; Μήπως γιατί στα 1963 που διαδραματίζεται το γεγονός, είναι ακόμα έντονος ο φόβος από την παρουσία ενός ένστολου; Όλα παραμένουν στο χώρο της εικασίας.
Τα συναισθήματα και η ψυχική κατάσταση του αφηγητή, μετά το αποκορύφωμα του θυμού, καταλαγιάζουν σ’ ένα παράπονο. Πολύ θα ‘θελε να συνοδεύσει τα δυο αδέλφια στην αξιοπρεπή αποχώρησή τους. Όμως συνειδητοποιεί πως ανήκει πιο πολύ στους ανθρώπους του πούλμαν, χωρίς να το θέλει, ως τάξη και μόρφωση. Ψυχικά αισθάνεται ότι ανήκει αλλού, γι’ αυτό εντέλει, μετέωρος μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που θα ήθελε να είναι, ξεκινά μόνος «για το πιο λαϊκό καφενείο».

Ελένη Βακαλό » Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»

"Ο Καιόμενος" Τάκης Σινόπουλος



Θέμα του ποιήματος είναι η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής».
Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και  ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.
 Το ποίημα χωρίζεται σε δυο νοηματικές ενότητες:
στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή.
στ. 14-16: σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.

α ενότητα: στ. 1-13
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο  όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια καυγή γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα
 Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί «λάφυρα και σειρήνες», αλλ’ αυτός, όπως ο Φίλιππος, ο ήρωας του ομώνυμου ποιήματος από την ίδια συλλογή, ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα».
Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.
 Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ο ποιητής  (το ποιητικό εγώ) αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:
 Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
 Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας  διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων.
 ‘Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
 Γινόταν ήλιος.
 Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή την καταναλωτική μεταφυσική, αλλιώς ωραίος, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του.

β ενότητα : στ. 14-16
 Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο
 Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους τους κεραυνούς και τις θύελλες, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους.
Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας.
Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους
Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο και καθίσταται αυτόχρημα τραγικός.
Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
Σημειωτέον ότι ο Τ. Σινόπουλος ήταν ανθυπίατρος στον Εθνικό Στρατό στη διάρκεια του εμφύλιου μέχρι το 1949. Συνεπώς έζησε εξ επαφής το αμοιβαίο, αδυσώπητο μίσος στη σκοτεινή χώρα, αθροίζοντας με δέος τα σπαράγματα της τραγικής γενιάς του

Αισθητική αποτίμηση
Ο καιόμενος συνιστά μια τραγωδία εν συνόψει με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Επίσης, πρέπει να εξαρθεί η σοφή αρχιτεκτονική του ποιήματος. Ο ποιητής δομεί το μύθο σε επίπεδα, σε πλάνα (όπως φαίνεται από τη διαίρεση σε οκτώ ενότητες), με διάκενα μεταξύ τους που φορτίζουν τη δραματική ένταση, καθώς ενισχύεται από τα κενά της αφήγησης.
Το ποίημα λειτουργεί με τη μέθοδο μιας κινηματογραφικής απεικόνισης ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού» που δίνει την ευχέρεια στον αφηγητή να αποδώσει ένα γεγονός εισάγοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στο χώρο του ποιητικού υποκειμένου.
Επισημαίνουμε, προς τούτοις, την πολυπρόσωπη αφήγηση. Στο ποίημα συνυπάρχουν σαφώς πολλές αφηγηματικές φωνές.
Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος ξεχωρίζει από το πλήθος και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα ο κύριος αφηγητής που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να διηγηθεί όσα ως αυτόπτης μάρτυρας παρατηρεί («γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ δίνονται σε ενικό πρόσωπο οι κινήσεις του καιομένου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Εν συνεχεία. Όπως ήδη αναφέραμε, ο αφηγητής αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί…». Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.