Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Οι πρόγονοι του '30 και Το σπίτι του δασκάλου



«ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΄30»
Κωνσταντίνος Θεοτόκης- Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος
Η περίφημη γενιά του 1930, όπως χαρακτηρίζεται η καλλιτεχνική δημιουργία της περιόδου αυτής και των εκπροσώπων της, δεν συνιστά μια παρθενογένεση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα γεγονός το οποίο συμβαίνει απρόσμενα, δίχως να μπορούν να ανιχνευθούν τα ερείσματα, οι αιτίες, οι καίριες αφορμές για την εξέλιξη αυτή. Η ποιητική και πεζογραφική δημιουργία από το 1930 και έπειτα βασίζει σε ένα μεγάλο ποσοστό τη σημασία της στον προδρομικό λόγο, εκείνον που διατυπώθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για το λόγο εκείνο που στηρίζει την εξέλιξή και τη διάδοσή του στην αισθητική και ψυχολογική μεταστροφή των πιο γνήσιων φωνών της γενιά του 1900, καθώς και στην εγκατάλειψη ενός στείρου ακαδημαϊσμού που φτώχαινε και συγκρατούσε τη λογοτεχνική μας παραγωγή σε ένα επικίνδυνο τέλμα καθιερωμένων και αναχρονιστικών προτύπων. Η δημιουργικότητα των λογοτεχνών της περιόδου 1900 έως και 1930 μοιάζουν να λειαίνουν το έδαφος ώστε να διαμορφωθούν  οι κατάλληλες συνθήκες για τον «εσωτερικό» λόγο του 1930. Ο ελληνικός νεορεαλισμός, με τα σκηνογραφικά χαρακτηριστικά του καθορίζεται επακριβώς ή πάλι υπονοείται ως ατμόσφαιρα και υφολογική προσέγγιση, ήδη από τις αρχές του 1900. Οι λογοτέχνες αυτής της περιόδου διατυπώνουν μία εκφορά, πεζολογική κυρίως, η οποία υιοθετώντας δείγματα των ευρωπαϊκών τάσεων, απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την εξαντλημένη θεματολογία, παρουσιάζοντας την ίδια στιγμή μία σαφή ροπή προς την ειλικρινή εκτίμηση της παράδοσης, φωτίζοντας την τοπογραφία του ελληνικού ψυχισμού. Τούτη η τελευταία μεταστροφή θα εκδηλωθεί τις επόμενες δεκαετίες με τρόπο καθολικότερο, αντλώντας την τεχνοτροπία της από το συμβολισμό, τον υπερρεαλισμό, το μοντερνισμό των πιο πρόσφατων περιόδων, από το 1970 και έπειτα. Η σημασία της βιβλιογραφίας της γενιάς πριν το 1930 δεν συνιστά μια καθολική αξία, παρά μεμονωμένες κορφές, οι οποίες βεβαιώνουν την καταγωγή της κλονισμένης ψυχολογίας του 1930. Δεν θα ήταν αδόκιμο  ή ασυνεπές, αν θεωρούσαμε πως ο συντριμμένος ρεαλισμός της περιόδου, η οποία χαρακτηρίστηκε από την ατμόσφαιρα του καρυωτακισμού οφείλει την εξέλιξη και την απήχησή της στην εργογραφία των αρχών του 20ου αιώνα, η οποία κατόρθωσε, εκφράζοντας πάντα μια άλλη εποχή και διαφορετικές πάντα προβληματικές, να συλλάβει και τελικά να εκφράσει τη ρημαγμένη αισθητική των επόμενων ετών.  Επέτυχε η γενιά του 1900, καθώς ο Γιάννης Δάλλας επισημαίνει εύστοχα, να χαράξει το δρόμο για τη μετάβαση και το συγκερασμό ποιητικής, υπαρξιακής και πολιτικής δημιουργίας, καθοδηγώντας έτσι τα πνευματικά πράγματα, ώστε να μιλούμε σήμερα για μια αποκάλυψη που θέλει την ουσία της δημιουργίας στραμμένη ολότελα στα παραπάνω όρια, καθοριζόμενα όμως από μια ανθρώπινη γωνιά θέασης. Ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούν μια ευθεία, «προγονική» σχέση με την έκταση των γεννημάτων της «γενιάς της απογοήτευσης», κατέχουν σπουδαία θέση οι Κωνσταντίνος Θεοτόκης και Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Πρόκειται για εκείνους τους δημιουργούς, οι οποίοι ετήρησαν, όντας μες στην εποχή τους πάντα , τον όρο μιας ψυχικής λογοτεχνίας. Μιας τέχνης, η οποία όχι μόνο δεν φωτίζει απλόχερα τον άνθρωπο και τα ελατήρια του, μα στέκει ικανή με τα τελειωμένα επιτεύγματά της να χαρακτηριστεί ως πρωτοποριακή στη φόρτιση, το ύφος και τα επίκεντρά της.
Τόσο ο Χατζόπουλος, όσο και ο Θεοτόκης τολμούν μια εναλλαγή στη λογοτεχνική προσέγγιση. Τους ενδιαφέρει η ελληνική πραγματικότητα, όμως επικεντρώνονται στη διαμόρφωση των ψυχολογικών κριτηρίων, τα οποία συνθέτουν την προσωπογραφία του Έλληνα της περιόδου αυτής. Πρόκειται για μια μορφή ηθογραφίας, η οποία ανασύρει τα ηθικά πρότυπα της ελληνικής ψυχής, όχι για να τα σχολιάσει ή να τα αξιολογήσει, μα για να φανεί ο συναισθηματικός πυρήνας μιας ολόκληρης κοινωνίας. Στον «Κατάδικο» του Θεοτόκη, αλλά και στον «Πύργο του ακροπόταμου» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου μελετάται ο ψυχισμός, αποπειράται να φανερωθεί ο τρόπος με τον οποίο βιώνονται τα πιο κεντρικά, ανθρώπινα συναισθήματα. Οι δυο λογοτέχνες μιλούν για ένα ολόκληρο, αξιακό, ηθικό σύστημα, το οποίο ορίζει με τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη ψυχή. Το τοπίο της ελληνικής επαρχίας συνιστά το κατάλληλο, σκηνογραφικό φόντο. Μες σε τούτο το πλαίσιο τα έργα των δύο σπουδαίων λογοτεχνών αποκτούν έναν χαρακτήρα κοινωνικής λογοτεχνίας, είδος περιφρονημένο στην εντόπια, δημιουργική παραγωγή. Μόνο κατά τις επόμενες δεκαετίες θα φανεί το λογοτεχνικό ενδιαφέρον για την απεικόνιση των προβλημάτων και της αισθητικής των λαϊκότερων, κοινωνικών στρωμάτων, όπως συνωστίζονται στα μεγάλα, αστικά κέντρα, βιώνοντας τον κόπο και τη δραματική συνέχεια μιας κοινωνίας, η οποία επέζησε και καλείται τώρα να ξεπεράσει μια ανεπανάληπτη, εθνική καταστροφή, δίχως να μπορεί να φανταστεί τις ακρότητες της ιστορικής συνέχειας. Μια πρώτη υπόνοια της αισθητικής αυτής θα φανεί, λοιπόν στα έργα των δύο δημιουργών. Σκηνογραφώντας τους γενέθλιους τόπους, αποκρυσταλλώνοντας τον ανθρώπινο τύπο της εποχής τους, αναγνωρίζουν σε αυτόν πια τη δυναμική του εσωτερικού του δράματος. Ο μεν Θεοτόκης αποκαλύπτει με τον «Κατάδικο» τη διαχρονική ένταση της αρχαίας τραγωδίας, όπως τη γνωρίσαμε στα σπουδαία, σωσμένα έργα. Η ύβρις, η συντελεσμένη αδικία, ο φόνος και οι Ερινύες, θεότητες πάντα παρούσες, τραχείς καταλύτες των ανθρώπινων επιλογών, η βέβαιη ανταπόδοση του διαπραγμένου κακού. Πρόκειται για μια τέτοια ανταπόκριση, μιλούμε για μια ανταπόκριση με το αρχαίο δράμα η οποία σμίγει με το χριστιανικό πρότυπο της μεγαλοψυχίας. Πάντοτε το ζήτημα συνιστά η ανθρώπινη ψυχολογία, το εσωτερικό δράμα, εκείνο που τελείται στα αβαθή της ψυχής. Η ταπεινοφροσύνη των χαρακτήρων, η βίαιη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών, το βίωμα του έρωτα, η θέση της γυναίκας μες στην επαρχιακή κοινωνία των αρχών του αιώνα, όλα ετούτα τα ζητήματα απασχολούν τους δυο συγγραφείς, οι οποίοι μες στα έργα τους προσφέρουν μια πιστή, ηθογραφική αποτύπωση του κοινωνικού ιστού. Μα δεν μένουν σε τούτα. Εκείνο το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον τους είναι το ανθρώπινο δράμα, εκείνο που συντελείται αιώνες τώρα, δίχως να γνωρίζει λυτρωμό ή να μετριάζεται η τρομερή του ένταση. Το δράμα που γνωρίζει την αρχή του στα απροσδιόριστα όρια μεταξύ ενστίκτου και λογικής, επιθυμίας και ηθικής, δικαίου και αδίκου. Ο μεν Θεοτοκάς, στον «Κατάδικο» αναδεικνύει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, εκείνο που απαντάται στην ταπεινή, ευαγγελική μορφή του Τουρκόγιαννου. Πρόκειται για μια ανθρώπινη μορφή, η οποία μες στην πνευματική της ένδεια, διατηρεί αμείωτη την έννοια της ηθικής συνείδησης, επιβεβαιώνοντας το μεγαλείο της απλότητας, εκείνης που διασκορπίζεται εμπρός στη δικαιοπραξία, εκείνης που εξαντλείται εμπρός στο γενικό καλό. Στην περίπτωση του Χατζόπουλου, η κοινωνική λογοτεχνία θέτει ως επίκεντρο της ηθογραφίας τη συντριβή μιας οικογένειας. Η Φρόσω, θυσιασμένη στα οράματα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των μικρών της αδερφών, αποστρέφεται τον ίδιο της τον εαυτό, ταπεινώνεται, συντρίβεται και τελικά λυτρώνεται μες στη βεβαιότητα του θανάτου. Μια απώλεια, η οποία εντέχνως τονίζει τη δραματική υφή του έργου, ενώ την ίδια στιγμή αποτυπώνει με τρόπο γλαφυρό τον αλτρουισμό που ορίζει την ελληνική ψυχή. Οι διαψεύσεις των ονείρων δεν μπορούν να συγκριθούν με την ευτυχία του συνανθρώπου.
Τέτοια μηνύματα σπανίως αναγνωρίζονται ως στοχεύσεις μες στην παγκόσμια, ακόμα λογοτεχνία. Οι περιπτώσεις των δυο Ελλήνων λογοτεχνών σηματοδοτούν την αλλαγή των εποχών που θα βρει απαράλλαχτη την ανθρώπινη ψυχή, τραχιά από τα βάσανα και τις διαψεύσεις. Με άλλα λόγια δημιουργούν οι δυο συγγραφείς έργα ανθρώπινα, με πλαστικούς χαρακτήρες, φυσικούς, έρμαιους εμπρός στη διαχρονική ένταση του ελληνικού πεπρωμένου, όπως το διδαχτήκαμε στα αρχαία δράματα, με τις συντριβές και τις ηθικές εξάψεις των τραγικών ηρώων. Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κατορθώνουν να πράξουν με τόλμη εκείνο το οποίο αμφισβήτησε μερικές δεκαετίες αργότερα ο Στέλιος Ξεφλούδας. Πρόκειται για τη λογοτεχνία εκείνη, η οποία αναγνωρίζει στον άνθρωπο το θάρρος μα και τη ματαιοδοξία μιας επίμονης και τραγικής επανάστασης απέναντι στην ίδια τη μοίρα, το τρομερό και αθώρητο μέλλον.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ»
«…Στην πεζογραφία, επίσης, αρχικά κινήθηκε στον χώρο της ηθογραφίας, αποδίδοντας ρεαλιστικά και με ψυχολογική ευαισθησία τη ζωή της ελληνικής επαρχίας, υπό την επίδραση, όμως, των σοσιαλιστικών ιδεών το περιεχόμενο του έργου του προσέλαβε εντονότερο κοινωνικό χαρακτήρα (λ.χ. Ο πύργος του Ακροπόταμου). Η στροφή του στον συμβολισμό σφραγίστηκε με το Φθινόπωρο που θεωρείται το γνησιότερο συμβολιστικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.»
«“Το σπίτι του δασκάλου” προέρχεται από τη συλλογή Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα και έχει χαρακτήρα κοινωνικό. Έχει ως σκηνικό πλαίσιο μια ξεπεσμένη οικονομικά αστική οικογένεια σε κάποια επαρχιακή, ίσως, πόλη. Βασικό πρόσωπο ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που αναγκάζεται από τις περιστάσεις και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που δρουν επάνω του να συμπεριφερθεί με σκληρότητα σε μια εξαθλιωμένη οικογένεια. […] Τα μέλη της οικογένειας είναι ολιγάριθμα και ανώνυμα. Δηλώνονται μόνο με τους βαθμούς της συγγένειας που έχουν με τον αφηγητή: ο παππούς, ο πατέρας (γαμπρός του παππού), η μητέρα και τα δυο τους αγόρια, από τα οποία το ένα είναι ο αφηγητής. […] Η αφήγηση αρχίζει in medias res, με μια από τις συνηθισμένες επικρίσεις του παππού προς το γαμπρό του. […] Ο τύπος του αφηγητή: συμμετέχει στην ιστορία, είναι κατά κάποιο τρόπο δραματοποιημένος […] και λειτουργεί μόνο ως παρατηρητής των δρώμενων. Ανήκει στις “εστιακές συνειδήσεις” και εκφράζει το κοινό αίσθημα. Είναι ένας αφηγητής αντανακλαστικός (reflecteur). Γενικά, πρόκειται […] για αφήγηση με “εσωτερική εστίαση”, με περιορισμένο πεδίο. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ενώ ο αποδέκτης της αφήγησης είναι εξωδιηγητικός. […]
Ο αφηγητής κρατά τις αποστάσεις του από τα πρόσωπα, δεν ταυτίζεται μαζί τους. Μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον παππού. Τον παρουσιάζει με μια ψυχρότητα φαινομενικά αντικειμενική. Στην ουσία όμως, ο αφηγητής προσυπογράφει την καταδίκη του παππού, αφού τελικά επιδιώκει να διαμορφώσει ο αποδέκτης της αφήγησης αρνητική στάση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η στάση του αφηγητή απέναντι στο βασικό πρόσωπο είναι […] ειρωνική. Ο πατέρας απεικονίζεται σαν ένα άβουλο πλάσμα χωρίς δική του οντότητα που υποκύπτει στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του παππού και αλλάζει συμπεριφορά, εμφανίζοντας έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η ειρωνεία αρχίζει με τη φράση “τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας” και τελειώνει με την κωμική περιγραφή του επιλόγου […]. Η νίκη του πατέρα τον μεταμορφώνει σε ένα αντιπαθή, ανόητο και γελοίο άνθρωπο. Ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο τον περιγράφει ο αφηγητής στον επίλογο είναι η καλύτερη απόδειξη για την ευστοχία του χαρακτηρισμού κουτός που έμμεσα ή άμεσα, υπονοούμενα ή ρητά αποδιδόταν στο πρόσωπο του πατέρα. […]

Όλοι οι δραματικοί ρόλοι του μοντέλου Greimas είναι εμφανείς στο διήγημα, με τη διαφορά ότι οι δύο, του Υποκειμένου και του Αποδέκτη, συμπίπτουν στο πρόσωπο του πατέρα:
Υποκείμενο (ήρωας) - ο πατέρας
Αντικείμενο (πολύτιμο) - το σπίτι
Εντολέας - ο παππούς
Δέκτης - ο πατέρας
Βοηθός - η μητέρα
Αντίμαχος - ο δάσκαλος
Το βασικό πρόσωπο προτού αποφασίσει να κάνει έξωση στην οικογένεια του δασκάλου είναι το θύμα κι αυτό τον κάνει πιο συμπαθητικό στη γυναίκα του, τον αφηγητή (έμμεσα) και τον αποδέκτη […].
o παππούς vs ο πατέρας
θύτης vs θύμα
Μετά την έξωση όμως αλλάζουν οι ρόλοι: γίνεται ο ίδιος θύτης με θύμα τον δάσκαλο (και την οικογένειά του) και μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο αντιπαθητικό και γελοίο.
o πατέρας vs ο δάσκαλος (και η οικογένειά του)
θύτης vs θύμα (θύματα) […]
».

(Γ. Παγανός, 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη, τόμος Β΄, Αθήνα:
Κώδικας, σελ. 150-155)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου