Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Βιβλιοθήκη δίπλα στη θάλασσα

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Γιάννης Ρίτσος " Ο τόπος μας "




Το ποίημα:
Ανήκει στη συλλογή "Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη" και είναι γραμμένο στις 13 Δεκεμβρίου 1967 στο Παρθένι της Λέρου, όπου είχε εξοριστεί ο ποιητής από τη δικτατορία του 1967.
Είναι έργο της ποιητικής ωριμότητας του Γιάννη Ρίτσου και είναι χαρακτηριστική η αμηχανία του μπροστά στον εφιαλτικό παραλογισμό των όσων συμβαίνουν την περίοδο εκείνη.
Ό ποιητής βρίσκεται μαζί με άλλους εξόριστος από δικτατορικό καθεστώς, στο Παρθένι της Λέρου, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Η δικτατορικό καθεστώς των ετών 1967-1974, εξόρισε πολλούς ¨Έλληνες δημοκράτες, στη Μακρόνησο, στα Γιούρα, τον Αι Στράτη, κα.

Νοηματική απόδοση
Από ένα λόφο, ο ποιητής και οι σύντροφοί του παρατηρούν τον τόπο τους. Φτωχικά χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα, αμπέλια μέχρι τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι καπνίζει μικρή φωτιά. Ένα σκιάχτρο φτιαγμένο με τα ρούχα του παππούλη.
Η ζωή είναι ένας αδιάκοπος αγώνας για λίγο ψωμί κάτω από τον δυνατό ήλιο. Κάτω από τις λεύκες υπάρχει ένα ψάθινο καπέλα, ένας πετεινός στο φράχτη, μια αγελάδα στο κίτρινο χωράφι.
Ο ποιητής αναρωτιέται πώς μ’ ένα πέτρινο χέρι μεταμορφώθηκε η ζωή. Πώς όλα έγιναν σκληρά σαν πέτρα.
Πάνω στ’ ανώφλια έχει μείνει η καπνιά από τα κεριά του Πάσχα, οι μικροί σταυροί που χάραξαν αυτοί που έχουν πια πεθάνει, γυρίζοντας από την Ανάσταση. Ο τόπος αυτός αγαπιέται πολύ απ’ όσους διαθέτουν υπομονή και περηφάνια.
Κάθε βράδυ τα αγάλματα βγαίνουν από το ξερό πηγάδι κι ανεβαίνουν στα δέντρα. Το παρελθόν γίνεται ένα με το παρόν.

Το ποίημα:
·         Ανήκει στη συλλογή "Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη" και είναι γραμμένο στις 13 Δεκεμβρίου 1967 στο Παρθένι της Λέρου, όπου είχε εξοριστεί ο ποιητής από τη δικτατορία του 1967.
·         Είναι έργο της ποιητικής ωριμότητας του Γιάννη Ρίτσου και είναι χαρακτηριστική η αμηχανία του μπροστά στον εφιαλτικό παραλογισμό των όσων συμβαίνουν την περίοδο εκείνη.
  • Χαρακτηρίζεται για το νοσταλγικό του τόνο.
  • Υμνείται η ομορφιά της απλής, φυσικής ζωής.
  • Εκφράζεται η αγάπη για την Ελλάδα.
  • Τονίζεται η συνύπαρξη παρελθόντος – παρόντος στη διαμόρφωση της ελληνικής φυσιογνωμίας.
  • Είναι αποτέλεσμα παρατήρησης και στοχασμού του αφηγητή.
  • Διακρίνεται για την παραστατικότητα των εικόνων.
Βασική τεχνική:
Από το εξωτερικό ερέθισμα στον εσωτερικό προβληματισμό
- Από την παρατήρηση στο στοχασμό
Ανεβήκαμε = Αφηγητής + Αναγνώστες = εμείς
Στόχος: να δούμε τον τόπο μας= να θυμηθούμε / να διαπιστώσουμε / να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας στο χώρο.
Οπτικό πεδίο: χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα = μετρημένα / φτωχικά
  • Η στέρηση/ η ένδεια/ η λιτότητα του ελληνικού τοπίου καθορίζει και την ανθρώπινη γεωγραφία της Ελλάδας.
  • Η Ελλάδα = ο τόπος μας
  • Το ποίημα ξεκινά με μια καθαρά φωτογραφική αναπαράσταση του χώρου. Από την αρχή κιόλας ομολογείται ο στόχος της ανάβασης στο λόφο. Έγινε για να δούμε τον τόπο μας. Το ασύνδετο σχήμα ακολουθεί τη ματιά του αφηγητή και τη δική μας. Σχεδόν απνευστί καταγράφονται οι πρώτες παραστατικές
Στη συνέχεια: η γραφή του ακολουθεί στοιχεία από τον υπερρεαλισμό.

Αμπέλια, Αλέτρι,  Θάλασσα, φωτιά
 Ο τόπος είναι ζωντανός, δεν αφέθηκε από τους ανθρώπους του. Το νερό
και η φωτιά είναι ζωογόνες δυνάμεις.
Αμπέλια / τραβάνε, Φωτιά / καπνίζει
Τα ρήματα στον ενεστώτα ενισχυτικά της ύπαρξης ζωής . Όσοι έμεινανστον τόπο
συνεχίζουν τη ζωή και τον αγώνα για την επιβίωση.

Παππούλης, ρούχα, σκιάχτρο Διττή εικόνα
  • Τα ρούχα έγιναν σκιάχτρο
  •  Οι κάργιες δεν θα καταστρέφουν τη σοδειά
  • Κανένας δεν θα καταστρέψει τον τόπο.
  • Υπάρχουν «φύλακες»
Οι απόντες Είναι εκεί και φυλάνε τον τόπο / Οι παρακαταθήκες των
προγόνων έμειναν εκεί και περίμεναν την επιστροφή μας.
Εδώ τελειώνουν οι οπτικές εικόνες που «είδαμε» με τον αφηγητή από το ανέβασμα στο λόφο.

Από τον επόμενο στίχο η αφηγηματική τεχνική διαφοροποιείται και ο Γιάννης Ρίτσος θα γίνει στοχαστικός και συμβολιστής.

Oι μέρες παίρνουν το δρόμο τους = - Η συνέχεια της ζωής
- Ο διαρκής αγώνας για επιβίωση
Ο «προσωποποιημένος» χρόνος ακολουθεί τη φυσική νομοτέλεια με ξεκάθαρες αναζητήσεις / στόχους:
Στόχος: η αναζήτηση : - της λιακάδας / της καλύτερης μέρας
/ της ειρηνικής ζωής
/της χαμένης απλότητας
- λίγου ψωμιού / των πόρων για επιβίωση

-Εικόνες γαλήνης και ειρηνικής ζωής -Επιστροφή στην παρατήρηση

Ψάθινο καπέλο= ο ήλιος
Ο πετεινός = προαναγγέλλει:
*τη νέα μέρα
*τη νέα αρχή
Η αγελάδα στο κίτρινο (λιβάδι)= βόσκει σε γόνιμο τόπο
Τα ζώα -οι μόνες έμβιες ενδείξεις εδώ- επιβεβαιώνουν την αξία της ειρηνικής ατμόσφαιρας.

Επιστροφή στο στοχασμό
  • Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει απορία: πώς χτίσαμε τα σπίτια και τις ζωές μας μ’ ένα πέτρινο χέρι;
Καρδιά από πέτρα / Χέρι από πέτρα: Ο συσχετισμός είναι εύλογος και καταλήγει στην ίδια σημειολογική αναφορά: χωρίς περίσκεψη.
  • Θλίψη του αφηγητή για το πόσο σκληρή έγινε η ζωή. Το πέτρινο χέρι που μεταμόρφωσε τη ζωή, συνειρμικά οδηγεί:
  • Στον πόλεμο και στις επιπτώσεις του.
  • Στην οδυνηρή περιπέτεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών του 1967.
  • Στις αλλαγές που επέφερε στη ζωή μας η εμπορευματοποίηση και η τεχνολογία.
Η προηγούμενη αναφορά στα «σπίτια», στα λιτά ενδιαιτήματα του λαού μας, βοηθά τον αφηγητή στην αναπόληση:
  • Μνήμες από πασχαλινά λαϊκά έθιμα με πολλούς μαύρους σταυρούς στα ανώφλια των κεντρικών εισόδων των σπιτιών. Καθένας από αυτούς αντιπροσωπεύει εκείνους που τους σχημάτισαν μετά την Ανάσταση του Χριστού επιστρέφοντας από την εκκλησία. Οι νεκροί είναι «παρόντες».
Μαύροι σταυροί / οι νεκροί που τους σχημάτισαν
Στόχος: Η ανάγκη του αφηγητή να θυμηθεί την ομορφιά της ζωής τα παλιότερα χρόνια με κύρια χαρακτηριστικά: την απλότητα / την ειρήνη / τη γαλήνη.

Επαναφορά του στοχασμού:
Ο τόπος αγαπιέται : Η χρονική επιλογή του ρήματος είναι και πάλι ενεστώτας, όπως όλα τα ρήματα του κειμένου εκτός από δύο: «Πώς έγινε…, χάραξαν οι πεθαμένοι».
«Όπλα» αυτής της ατέλειωτης αγάπης είναι οι δύο βασικές αρετές του λαού μας:
υπομονή / περηφάνια = αποδεδειγμένες στάσεις ζωής, στο ιστορικό παρελθόν
Στο Άξιον Εστί ο Οδ. Ελύτης χαρακτηρίζει τον τόπο μας:
Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας

Υπερρεαλιστική κατακλείδα:
Αγάλματα = προγονικές φιγούρες
  • Στον Οδ. Ελύτη, Ύπνος των Γενναίων, οι πρόγονοι είναι «χωρικοί του απέραντου γαλάζιου», κάτοικοι τ’ ουρανού.
  • Στο Γ. Σεφέρη, τα αγάλματα, εκπροσωπούν τον αλλοτριωμένο άνθρωπο από το ιστορικό του παρελθόν.
  • Στον Άγγελο Σικελιανό, Ιερά Οδός, τα αγάλματα είναι οι φυλακές των ψυχών.
  • ΕΔΩ: Ζουν σε ξερά πηγάδια / ζωντανεύουν τις νύχτες / ανεβαίνουν στα δέντρα = υπερρεαλιστική εικόνα (πραγματικό και ονειρικό στοιχείο συνυπάρχουν):
-Σύνδεση του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν του Ελληνισμού
-Αδιάσπαστη ενότητα
Η συλλογική λειτουργία του ποιητή
  • Ο ποιητής λειτουργεί συλλογικά και όχι ατομικά
  • Αρχικά ανήκει σε μια συντροφιά, έπειτα μεταβαίνει στο ευρύτερο σύνολο του Ελληνικού λαού.
  • Αυτά φαίνονται: από τα ρήματα (ανεβήκαμε) α΄πληθ.
από την αντωνυμία μας (το σπίτι μας, η ζωή μας).

Εναλλαγή παρατήρησης και στοχασμού
Ο ποιητής στοχάζεται στους στίχους:
5-6: Οι ελπίδες μας είναι μεγάλες...
9-10: Ο ποιητής αναρωτιέται πώς φτάσαμε ως εδώ...
13-14: Ο λαός αγαπάει τον τόπο του...

Να συγκρίνετε το ποίημα αυτό με το απόσπασμα Ι’ ,από το «Μυθιστόρημα» του Γ. Σεφέρη.

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου